Παταούγκα: πεϊνιρλί με πατάτα και ρώσικη.

Χρησιμοποιείται και σαν κοροϊδευτικό προσωνύμιο που μοιάζει με το κεφτές.

- Ρε ο Γιώργος προχθές έπαιξε το Barcelona- Sociedad διπλό!!! - Ε τι παταούγκας που είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τώρα Είμαι Φοιτητής, Αργότερα Άνεργος.

- Κοίτα πως χαίρεται που μπήκε στα Τ.Ε.Φ.Α.Α. - Αχ, και νά 'ξερε ότι δεν θα βρει δουλειά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πλουσιόπαιδο που φοράει μάρκες και όλα τα σχετικά παίζοντάς το μάγκας ενώ είναι φλώρος.

Κοίτα τον φλωροκάπηλο προσπαθεί να πιάσει γκόμενα δείχνοντας πόσα λεφτά έχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρόπος για να δηλώσεις ότι έκανες sex.

- Τον βαφτίσατε χθες τον Αλβανό με την Σοφούλα; - Άσε. Όλο το βράδυ αυτή την δουλειά κάναμε. Πιάστηκε η μέση μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με αρέσει αυτό που τρώω, ευχαρίστηση για φαγητό.

Πω ρε φίλε, ντερλίκωσα, έφαγα δυο σουβλάκια, το ευχαριστήθηκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βρώμικος, αυτός που είναι λερωμένος.

- Πώς είσαι έτσι ρε μέσα στα χώματα. Τελείως λέτσος.
- Τι να κάνω ρε, έπαιζα μπάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός λόγω μικρού πέους. Χρησιμοποιείται για να κοροϊδέψουμε κάποιον που το παίζει μεγάλος σε δύναμη.

-Θα σε δείρω ρε μαλάκα!
-Για ηρέμησε ρε μικρούλη μη σε βάλω κάτω και σε αχίσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικός προσδιορισμός που δηλώνει ότι κάποιος δεν γαμάει.

- Τι έκανε χθες ο Γιώργος με τη Μαρία;
- Τίποτα ο τρόμπας.

Δεν θέλει κόπο. Θέλει τρόπο. (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified