Προστακτική του ρήματος παλουκώνω, προστάζω κάποιον να καθίσει ήσυχα σ' ένα μέρος.

Παλουκώσου επιτέλους! Με ζάλισες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Μιτζνούρ

Παλουκώσου και περίμενε