Προστακτική του ρήματος παλουκώνω, προστάζω κάποιον να καθίσει ήσυχα σ' ένα μέρος.
Παλουκώσου επιτέλους! Με ζάλισες!
Προστακτική του ρήματος παλουκώνω, προστάζω κάποιον να καθίσει ήσυχα σ' ένα μέρος.
Παλουκώσου επιτέλους! Με ζάλισες!
Got a better definition? Add it!