Χαρακτηρισμός προσώπου αλλά και κατάστασης.
Το πρόσωπο, ο επονομαζόμενος και τσαμπουκαλής ή τσαμπουκαλεμένος (ως επιθετικός προσδιορισμός) είναι ευέξαπτος και ψάχνει ευκαιρία για καυγά συνεχώς. Ο τσαμπουκάς ο σωστός και όχι ο τζάμπα μάγκας χώνεται παντού και πάντα, ανεξαρτήτως της πιθανότητας του να τις φάει.
Τσαμπουκάς είναι επίσης και η κατάσταση κατά την οποία διάφοροι τύποι (προσοχή: τσαμπουκάδες και μη) πλακώνονται στις μάπες. Συνήθως η έκφραση χρησιμοποιείται όταν στον καυγά παίζουν κουμπούρια ή σουγιάδες και άλλα παρόμοια εργαλεία.
Το σχετικό ρήμα είναι το τσαμπουκαλεύομαι.
- Ρε δε γαμιέσαι, αρχίδι, μην κατέβω κάτω και σ' αρχίσω στις γρήγορες...
- Είσαι τσαμπουκάς ρε φιλαράκι; Κοίτα μη γυρίσει ο τσαμπουκάς σε τσιμπουκά ρε γαμιόλη πρωί πρωί και σου γαμήσω κανά σόι, νταξ;...βγαίνοντας λοπόν από το γήπεδο, περίμεναν τα μουνάκια απ' έξω να μας την πουν κι έγινε ένας τσαμπουκάς, γάμησέ τα. Μέχρι να πλακώσουν οι ΜΑΤατζήδες, τους γαμήσαμε στις μάπες. Βγήκαν και κάτι σουγιάδες και κάτι μπουκάλια, ξέρεις... τα γνωστά. Την άλλη Κυριακή όμως θα τους περιμένουμε τους πουσταράδες από νωρίς.
- Πολύ τσαμπουκαλεμένη γκόμενα η Φιφή ρε δικέ μου. Τί της είπα; Τη ρώτησα αν της αρέσουν οι πίπες και μού 'ριξε το τασάκι στο κεφάλι ρε η μαλακισμένη. Καμπούρα την είπα;
- Ναι ρε μεγάλε, όμως κι εσύ χοντρό τό 'κοψες...- Γιατί τσαμπουκαλεύεσαι αφού δεν σου βγαίνει ρε θείο;
- Θείο να πεις τον θείο σου, μειράκιο.
- Ε, τελικά θα την φας τη σφαλιάρα σου για να στρώσεις.
4 comments
Hank
Θηλυκό: τσαμπουκαλού, η
tileluzern
Από το τούρκικο cabuk = γρήγορα
deinosavros
tileluzern διαφωνώ κτηνωδώς. Η λέξη προέρχεται από το αραβικής αρχής τουρκικό sabika = ποινικό μητρώο.
Sabikali (τσαμπουκαλής ) είναι ο σεσημασμένος κακοποιός με ποινικό μητρώο. Κανονικά το -i- σε αυτές τις λέξεις δεν έχει τελεία και προφέρεται αλλιώς, όχι σαν το δικό μας ιώτα. Αλλά είπα δε γαμιέται, που να βάζω τώρα τούρκικο πληκτρολόγιο.......
vikar
Σωστός, μιά φορά ο Μbάμbης συμφωνεί.