Αμέσως, γρήγορα, αστραπιαία.

- Ρε 'συ Αργύρη, είχε ουρά στην τράπεζα;
- Όχι ρε! Πήραμε χαρτάκι και σε δέκα λεπτά κάναμε τσιγαράκι! Πατ-κιουτ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

Ετυμολογία;

#2
iron

Παπαδιαμάντης:

«Δεν επρόφθασε να τελειώσει τον λόγον, και, πατ, κιούτ ! του έρχονται δύο κατακεφαλιές εκ των όπισθεν.»

... από το διήγημα «Ο γείτονας με το λαγούτο».

#3
iron

Στον Π. προφανώς είναι ονοματοποιΐα, αλλά πιθανόν και με την έννοια της ταχύτητας. Όπως και νά' χει πάντως, είναι απίστευτο!

#4
HODJAS

Κατ' εξοχήν χρησιμοποιείται Β. Ελλάδα (στη Σαλόνικα έχει και γνωστό σουβλατζήδικο μ' αυτό το όνομα)

#5
gizaha

Το έχω ακούσει και τσατ-πατ, μπαμ-μπαμ, μπαμ μπουμ. Πάτα-κιούτα είναι όταν δέρνουμε κάποιον (νοητός ήχος των χτυπημάτων).