Αμέσως, γρήγορα, αστραπιαία.
- Ρε 'συ Αργύρη, είχε ουρά στην τράπεζα;
- Όχι ρε! Πήραμε χαρτάκι και σε δέκα λεπτά κάναμε τσιγαράκι! Πατ-κιουτ!
Αμέσως, γρήγορα, αστραπιαία.
- Ρε 'συ Αργύρη, είχε ουρά στην τράπεζα;
- Όχι ρε! Πήραμε χαρτάκι και σε δέκα λεπτά κάναμε τσιγαράκι! Πατ-κιουτ!
Βλ. και καρφί, dt, στο καπάκι, σούμπιτος / σούμπιντος, ο, σφαιράδην, τσακ-μπαμ, στο πιτς-φιτίλι
Got a better definition? Add it!
5 comments
Vrastaman
Ετυμολογία;
iron
Παπαδιαμάντης:
«Δεν επρόφθασε να τελειώσει τον λόγον, και, πατ, κιούτ ! του έρχονται δύο κατακεφαλιές εκ των όπισθεν.»
... από το διήγημα «Ο γείτονας με το λαγούτο».
iron
Στον Π. προφανώς είναι ονοματοποιΐα, αλλά πιθανόν και με την έννοια της ταχύτητας. Όπως και νά' χει πάντως, είναι απίστευτο!
HODJAS
Κατ' εξοχήν χρησιμοποιείται Β. Ελλάδα (στη Σαλόνικα έχει και γνωστό σουβλατζήδικο μ' αυτό το όνομα)
gizaha
Το έχω ακούσει και τσατ-πατ, μπαμ-μπαμ, μπαμ μπουμ. Πάτα-κιούτα είναι όταν δέρνουμε κάποιον (νοητός ήχος των χτυπημάτων).