Έχω βαρεθεί κατάφωρα. Έχω πεθάνει από πλήξη. Μου έχουνε κάνει τα αρχίδια μπαλόνια σε τέτοιο βαθμό που αρχίζω να χάνω την επαφή με το έδαφος και να περνάω σε κατάσταση αιώρησης.

Συνήθως συνοδεύεται από παραστατικότητα στη γλώσσα του σώματος, καθώς και από μία προσποιητή έκφραση κατάπληξης μιας και αυτά υποτίθεται ότι δεν συμβαίνουν κάθε μέρα.

- Μα καλά δε σου έχω πει εκατό φορές να πάρεις hands free για το κινητό; Τα ίδια θα λέμε κάθε φορά; Τι θέλεις να βγάλεις καρκίνο στον εγκέφαλο στα 28;
- Πω ρε μάνα, έλεος... Αιωρούμαι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ενθουσιωδών φιλάθλων του μηχανοκίνητου αθλητισμού η οποία υποδηλώνει την απώλεια πρόσφυσης στους πίσω τροχούς του αυτοκινήτου στην είσοδο στροφής, με αποτέλεσμα το εμπρός μέρος του οχήματος να βλέπει το εσωτερικό της στροφής και ο συνοδηγός του οχήματος να βλέπει τον Χριστό φαντάρο.

...τσίτες σου λέω τα γκάζια, με το EVO να μας κοντράρει στα ίσια και τον Χρηστάρα να μπαίνει με τις πόρτες στις στροφές, ανάποδα τιμόνια, για να μη δώσει χώρο στο RS...
....τα είδα όλα!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαναφορά του ευθυγραμμιζόμενου στο σύστημα ηθικών αξιών του ευθυγραμμιστή. Συνοδεύεται από την απειλή βιαιοπραγίας εις βάρος του ευθυγραμμιζόμενου.

Συναντάται συνήθως ως προτροπή από τρίτο, αλλά φιλικά προσκείμενο προς τον ευθυγραμμιστή, πρόσωπο.

- Άκου ρε φίλε τι γύρισε και μου είπε η καργιόλα!
- Δεν της πατάς καμιά μπάτσα λέω 'γω, μπας και ευθυγραμμίσει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση απολογητικού χαρακτήρα ισοδύναμη του: συγγνώμη.

- Τι κάνεις εκεί ρε; Την πέφτεις στην δικιά μου;

- Ώπα ρε συ φιλαράκι! Μη κάνεις έτσι! Γράψε λάθος!

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Αναπάντεχη ατυχία, πραγματική ή δυνητική, μετά από αλληλουχία δύσκολων καταστάσεων και δυσμενών γεγονότων.

  2. Υποδηλώνει κάτι το εντελώς περιττό, αταίριαστο ή ανεπιθύμητο, πρόσωπο ή πράγμα.

  1. - Φαντάζεσαι να είσαι κλειστοφοβικός, σε ασανσέρ και να γίνει διακοπή ρεύματος; - Καλά, όλα τα είχε η Μαριωρή ο φερετζές της έλειπε!

  2. - Κρύψου έρχεται η δικιά σου με την κολλητή της την πρηξαρχίδω! - Όχι ρε μαλάκα, όλα τα είχε η Μαριωρή ο φερετζές της έλειπε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποείται όταν η μία άσχημη κατάσταση διαδέχεται την άλλη με ολοκληρωτικό και τελεσίδικο χαρακτήρα, και γενικώς όταν έχει πέσει απίστευτη γκαντεμιά!

- Έμαθες που ληστέψανε τον κυρ-Κώστα; Ο άνθρωπος δεν είχε να φάει...
- Τι να πω ρε συ, ήτανε στραβό το κλήμα, τό 'φαγε κι ο γάιδαρος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Υποδηλώνει σιωπηρή και επωφελή συμφωνία μεταξύ δύο ή και περισσοτέρων ανθρώπων, συνήθως εις βάρος τρίτων.

  2. Κοινό μυστικό.

  1. Καλά ας πάρουμε εμείς τώρα τις καλές τις θέσεις, μεταξύ μας μεταξά, και ασ' τους άλλους να κουρεύονται!

  2. Λοιπόν και για αυτό που σου είπα κουβέντα σε κανένα! Μεταξύ μας μεταξά, καλά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοεί την υπόγεια συμφωνία και την αδιαφανή συνεργασία μεταξύ ανθρώπων, συνήθως εις βάρος τρίτων.

Αντίστοιχες εκφράσεις: τα κάναμε πλακάκια, μεταξύ μας μεταξά

Εμ βέβαια, αφού τα κάνανε τάτσι μήτσι κότσι μεταξύ τους, τώρα μας κάνουν ό,τι θέλουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμέσως, γρήγορα, αστραπιαία.

- Ρε 'συ Αργύρη, είχε ουρά στην τράπεζα;
- Όχι ρε! Πήραμε χαρτάκι και σε δέκα λεπτά κάναμε τσιγαράκι! Πατ-κιουτ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γουστάρω τρελά!

  2. Βαρβάτη εκσπερμάτιση μετά από πολυήμερη αποχή από το αυνανίζεσθαι!

  3. Γυναικεία «εκσπερμάτιση» με τη μορφή πίδακα από το αιδοίο της ερωτικής μας συντρόφου και αυτοσκοπός του κάθε μουνολάτρη...!

  1. - Μαλάκα τι ερμηνεία ήταν αυτή! Μιλάμε, έχυσα κουβάδες!

  2. - Έχυσα κουβάδες, αλλά είχα να την παίξω και κάνα μήνα!

  3. - Έπαθα πλάκα σου λέω! Τη μια στιγμή μούγκα στη στρούγκα και την άλλη έκανε σαν κόρνα από νταλίκα... Τα υγρά πετάξαν τον πούτσο μου σαν μπαλάκι του πινγκ-πονγκ! Σπαρταρούσε σαν το ψάρι και έχυνε κουβάδες σε σημείο που σκιάχτηκα και μού' πεσε από τη σαστιμάρα.

(από pavleas, 20/01/09)

Σχετικό του 3: μουνόγαλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified