Ο άνθρωπος που επιδιώκει να γίνει φίλος με κάποιον ανώτερο στην ιεραρχία προκειμένου να επωφεληθεί από αυτόν.
Γνωστός και ως: γλείφτης, γλίτσας, τσίρος, τσάτσος, δώστης, σπιούνος.
- Απ' όσο άκουσα, φέτος θα μου δώσουν τη θέση του γενικού!
- Σίγα μην τη δώσουνε σε σένα! Δεν βλέπεις τον Νίκο, έχει γίνει τσιράκι του αφεντικού και την έχει τη θέση στο τσεπάκι του !
1 comment
Ο ΑΛΛΟΣ
Αρχικά σημαίνει βοηθός, «παιδί» (το παιδί του μαγαζιού), μαστορόπουλο. (Αυτό βέβαια δεν είναι σλανγκιά, το γράφω για λόγους πληρότητας και -φυσικά- φιγούρας).
Ρίχτε μια ματιά και στο λ. μουστερής, για έναν σχετικό προβληματισμό.