Η λέξη τσιράκι, στα τουρκικά [τουρκ. çιrak], αναφερόταν αρχικά στον μαθητευόμενο τεχνίτη, δηλ. στον νέο που μάθαινε την τέχνη του κοντά σε κάποιον μεγαλύτερης ηλικίας μάστορα.
Μετά την παραφθορά που υπέστη η λέξη στο πέρας του χρόνου, κατέληξε να περιγράφει το άτομο που προσδοκά σε προσωπικό όφελος, προσκολληθέν σε κάποιον ανώτερο ή έστω ισχυρότερο παράγοντα.
- Σύνθημα δεκαετίας '80:
Όχι στα τσιράκια των Αμερικανών
2.
- Ρε, θα μιλήσεις με το διευθυντή για την άδεια μου;
- Τι λες ρε όργιο, τι νομίζεις ότι είμαι, κανά τσιράκι; Άδειασέ μας τη γωνιά σε παρακαλώ....