Η λέξη τσιράκι, στα τουρκικά [τουρκ. çιrak], αναφερόταν αρχικά στον μαθητευόμενο τεχνίτη, δηλ. στον νέο που μάθαινε την τέχνη του κοντά σε κάποιον μεγαλύτερης ηλικίας μάστορα.

Μετά την παραφθορά που υπέστη η λέξη στο πέρας του χρόνου, κατέληξε να περιγράφει το άτομο που προσδοκά σε προσωπικό όφελος, προσκολληθέν σε κάποιον ανώτερο ή έστω ισχυρότερο παράγοντα.

  1. Σύνθημα δεκαετίας '80:

Όχι στα τσιράκια των Αμερικανών

2.

- Ρε, θα μιλήσεις με το διευθυντή για την άδεια μου;
- Τι λες ρε όργιο, τι νομίζεις ότι είμαι, κανά τσιράκι; Άδειασέ μας τη γωνιά σε παρακαλώ....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που επιδιώκει να γίνει φίλος με κάποιον ανώτερο στην ιεραρχία προκειμένου να επωφεληθεί από αυτόν.

Γνωστός και ως: γλείφτης, γλίτσας, τσίρος, τσάτσος, δώστης, σπιούνος.

- Απ' όσο άκουσα, φέτος θα μου δώσουν τη θέση του γενικού!
- Σίγα μην τη δώσουνε σε σένα! Δεν βλέπεις τον Νίκο, έχει γίνει τσιράκι του αφεντικού και την έχει τη θέση στο τσεπάκι του !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified