Συνεχής απασχόληση με το σεξ.

Όλη μέρα ο νους του είναι στο καυλομαχητό. Κολλημένη πυξίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Cunning Linguist

Βλέπε και το σχετικό έχω ξεμπουρδελιάνει...

#2
iron

#3
deinosavros

Όντας σι γέννα η μάνα σου
ούλα τα δέντρ' αθούσαν
τσι γοι γαδάρ πα σντ Καλαθού
ούλου καβλουμαχούσαν

(Από τη συλλογή διηγημάτων «Κερατοζωή» του Μυτιληνιού Στρατή Αναστασέλλη).