Συνεχής απασχόληση με το σεξ.
Όλη μέρα ο νους του είναι στο καυλομαχητό. Κολλημένη πυξίδα.
Got a better definition? Add it!
Published 2006-10-31 10:14:16+00:00 Last modified 2015-05-09 16:55:47+00:00
Cunning Linguist
2008-03-17 08:24:52+00:00
Βλέπε και το σχετικό έχω ξεμπουρδελιάνει...
iron
2011-11-13 18:21:47+00:00
και καυλομανάω.
deinosavros
2012-02-22 21:59:09+00:00
Όντας σι γέννα η μάνα σου ούλα τα δέντρ' αθούσαν τσι γοι γαδάρ πα σντ Καλαθού ούλου καβλουμαχούσαν
(Από τη συλλογή διηγημάτων «Κερατοζωή» του Μυτιληνιού Στρατή Αναστασέλλη).
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
3 comments
Cunning Linguist
Βλέπε και το σχετικό έχω ξεμπουρδελιάνει...
iron
και καυλομανάω.
deinosavros
Όντας σι γέννα η μάνα σου
ούλα τα δέντρ' αθούσαν
τσι γοι γαδάρ πα σντ Καλαθού
ούλου καβλουμαχούσαν
(Από τη συλλογή διηγημάτων «Κερατοζωή» του Μυτιληνιού Στρατή Αναστασέλλη).