Κωλοβαράμε , ψωλαρμενίζουμε , την παίζουμε. Γενικώς μαλακιζόμαστε.
Προέρχεται από τη λέξη πούτσα, η οποία στο γερούνδιο της ενεργητικής φωνής προσλαμβάνει την κατάληξη -ing (όπως λέμε κλάμπινγκ, όχι όμως κάμπινγκ) και δηλώνει την αποκλειστική ενασχόληση με αυτήν (ναι ρε την πούτσα εννοώ). Προσοχή, δεν έχει καμία σχέση με τον Ρώσο άρχοντα Πούτιν, αλλά μάλλον με τον Αμερικανό πρόεδρο Μπους που έχει αναγάγει το πούτσινγκ σε επιστήμη.

- Πού έχεις χαθεί ρε μαλάκα σήμερα όλη μέρα; Πάλι για πούτσινγκ είχατε πάει με την κωλοπαρέα σου; Πότε ρε θα διαβάσεις για την εξεταστική;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Ωραίος. Γιατί, όμως, όχι κάμπινγκ - ή έστω κάμπινκ;

#2
acg

Ερωτηση κυριε καθηγητα: αυτο το πουτσινγκ που περιγραφετε απανταται στη φυση και ως ψωλινγκ ή δεν υπαρχει τετοιο πραμα;

#3
mpampiniotis

Πολύ σωστά. Απαντάτε στην αντρική φύση ως ψώλινκ. Αντίθετα στη γυναικεία φύση λέγεται σόπινκ (shopping).

#4
poniroskylo

Υπάρχει και το ψώλινγκ