Γαμάω-πηδάω με μεγάλη διάρκεια.
Σύνθετη λέξη που αποτελείται απο τις λέξεις γαμάω (=συνουσιάζομαι) και πιλώθω (=σπρώχνω, στην Κρητική διάλεκτο).

- Μπάμπη, θα κατέβουμε Κοραή για καφέ;
- Ναι ρε συ ναούμ, παίρνω τηλέφωνο κι αυτόν τον μαλάκα τον Σωτήρη, αλλά τίποτα.
- Α,τον Σωτήρη... άσ' τον καλύτερα. Πέρασα από το σπίτι του το μεσημέρι και είχε εκεί τη Μαρία και τη γαμοπίλωθε...
- Κατάλαβα... το μουνί της θα έχει βγάλει τυρί γραβιέρα τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

μήπως 'γαμοπιλώθω' θα ήταν πιο σωστή ορθογραφία;

#2
prasas

Επιφυλάσομαι και για τις δύο περιπτώσεις.Δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή ορθογραφία της λέξης.

#3
jesus

γενικά το ω στα σύνθετα γίνεται ο.

#4
prasas

Παίδες,δεν ξέρω πως να το διορθώσω.Αν μπορεί κάποιος συντονιστής θα ήμουν υπόχρεος..