Η μέθη. Γίνομαι λιάρδα, δηλαδή μεθώ.

— Βγήκατε χτες; — Αν βγήκαμε λέει. Άσ' τα, αρχίσαμε και τα σφηνάκια, λιάρδα γίναμε όλοι. Ούτε να περπατήσουμε δεν μπορούσαμε.

Το μωρό ειναι λιάρδα, πίτα, ντίρλα, σσσκατά, κομμάτια, άσ\' τα να πάνε... (από vikar, 22/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Μαζεμένα συνώνυμα απο το ιστολόγιο ενός Δημήτρη Γλέζου: Λιάρδα, τύφλα, λιώμα, σκνίπα, κουρούμπελο, φσέκι, ντίρλα, στουπί, χώμα, πίτα, φέσι, αλοιφή, γκολ, κουνουπίδι, τούτζι, κομμάτια, στρακόττο, τσαλμπουράνι.

Μάλλον θά'λεγε να κάναμε τίποτα για δαύτα: ειδική κατηγορία (ίσως υποκατηγορία στις 'Ουσίες'), ένα λήμμα, ένα αρθράκι, κατιτίς. Είν'απ'τις λίγες περιπτώσεις που υπάρχουν τόσα συνώνυμα για την ίδια φάση. Και είναι κι'άλλα που έχουμε (κώλος) ή δέν έχουμε γράψει ακόμα (μουνί), αλλα υπάρχουν πιθανά σκόρπια σε άλλα λήμματα.

#2
kondr

Εναλλακτικό πχ:
Θα βγαίνω θα πίνω και λιάρδα δε θα γίνω
αργά θα γυρνάω και θα παραπατάω

#3
HODJAS

Βάλε και: κάκα...

#4
aias.ath

Πιστεύω ὅτι ἡ σωστὴ λέξι εἶναι λιάδα < ἀλιάδα = σκορδαλιά. Ἡ σημασία εἶναι «γίνομαι ἀλοιφή», τὸ ὁποῖο ἐπίσης λέγεται γιὰ νὰ χαρακτηρίσῃ τὴ βαρειὰ μέθη. Τὸ ρ στὴ λιάδα νομίζω παρεισέφρυσε διότι ἦταν πολὺ εὔηχο καὶ διότι οἱ περισσότεροι δὲν ἤξεραν τί ἀκριβῶς λένε, ἁπλῶς ἐπανελάμβαναν μία ἔκφρασι slang.
Τὸ ἀλιάδα < ἀλιὰς < allium sativum=σκόρδο
(allium cepa = κρεμμύδι)

#5
Khan

Σπεκ!

#6
Επισκέπτης

Ας προστεθεί και το ζαμπόν...

#7
deinosavros

Στος ο Αίας. Ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί πλειστάκις την εκδοχή λιάδα.

Επίσης το λέγαμε και λιάρδα μπιλιάρδα.