Η μέθη. Γίνομαι λιάρδα, δηλαδή μεθώ.
— Βγήκατε χτες; — Αν βγήκαμε λέει. Άσ' τα, αρχίσαμε και τα σφηνάκια, λιάρδα γίναμε όλοι. Ούτε να περπατήσουμε δεν μπορούσαμε.
Η μέθη. Γίνομαι λιάρδα, δηλαδή μεθώ.
— Βγήκατε χτες; — Αν βγήκαμε λέει. Άσ' τα, αρχίσαμε και τα σφηνάκια, λιάρδα γίναμε όλοι. Ούτε να περπατήσουμε δεν μπορούσαμε.
Λέξεις για την υπερβολική μέθη: αλοιφή, γκλάβα, γκολ, γιάμπαλο, γόνατα, ζαμπόν, ζάντα, κάκα, κλασμένος, κόκαλο, κομμάτια, κομματιανός, κουδούνι, κουνουπίδι, κουρούμπελο, κώλος, λιώμα, μανουάλι, μουνί, ντίρλα, πίτα, πλακάκι, σβερκώνω, σκνίπα, σταφίδα, στειλιάρι, στουπί, στρακόττο, τάπα, τούρνα, τούτζι, τσαλμπουράνι, τύφλα, φέσι, φέτα, φσέκι, χώμα.
Got a better definition? Add it!
7 comments
vikar
Μαζεμένα συνώνυμα απο το ιστολόγιο ενός Δημήτρη Γλέζου: Λιάρδα, τύφλα, λιώμα, σκνίπα, κουρούμπελο, φσέκι, ντίρλα, στουπί, χώμα, πίτα, φέσι, αλοιφή, γκολ, κουνουπίδι, τούτζι, κομμάτια, στρακόττο, τσαλμπουράνι.
Μάλλον θά'λεγε να κάναμε τίποτα για δαύτα: ειδική κατηγορία (ίσως υποκατηγορία στις 'Ουσίες'), ένα λήμμα, ένα αρθράκι, κατιτίς. Είν'απ'τις λίγες περιπτώσεις που υπάρχουν τόσα συνώνυμα για την ίδια φάση. Και είναι κι'άλλα που έχουμε (κώλος) ή δέν έχουμε γράψει ακόμα (μουνί), αλλα υπάρχουν πιθανά σκόρπια σε άλλα λήμματα.
kondr
Εναλλακτικό πχ:
Θα βγαίνω θα πίνω και λιάρδα δε θα γίνω
αργά θα γυρνάω και θα παραπατάω
HODJAS
Βάλε και: κάκα...
aias.ath
Πιστεύω ὅτι ἡ σωστὴ λέξι εἶναι λιάδα < ἀλιάδα = σκορδαλιά. Ἡ σημασία εἶναι «γίνομαι ἀλοιφή», τὸ ὁποῖο ἐπίσης λέγεται γιὰ νὰ χαρακτηρίσῃ τὴ βαρειὰ μέθη. Τὸ ρ στὴ λιάδα νομίζω παρεισέφρυσε διότι ἦταν πολὺ εὔηχο καὶ διότι οἱ περισσότεροι δὲν ἤξεραν τί ἀκριβῶς λένε, ἁπλῶς ἐπανελάμβαναν μία ἔκφρασι slang.
Τὸ ἀλιάδα < ἀλιὰς < allium sativum=σκόρδο
(allium cepa = κρεμμύδι)
Khan
Σπεκ!
Επισκέπτης
Ας προστεθεί και το ζαμπόν...
deinosavros
Στος ο Αίας. Ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί πλειστάκις την εκδοχή λιάδα.
Επίσης το λέγαμε και λιάρδα μπιλιάρδα.