Σημαίνει λιώμα στα αρβανίτικα, κυρίως από μεθύσι.

Μπε λιάρδα = έγινε λιώμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιάδα, από το αλιάδα (σκορδαλιά, αλοιφή δηλαδή).

Γίναμε λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η μέθη. Γίνομαι λιάρδα, δηλαδή μεθώ.

— Βγήκατε χτες; — Αν βγήκαμε λέει. Άσ' τα, αρχίσαμε και τα σφηνάκια, λιάρδα γίναμε όλοι. Ούτε να περπατήσουμε δεν μπορούσαμε.

Το μωρό ειναι λιάρδα, πίτα, ντίρλα, σσσκατά, κομμάτια, άσ\' τα να πάνε... (από vikar, 22/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified