Σημαίνει λιώμα στα αρβανίτικα, κυρίως από μεθύσι.
Μπε λιάρδα = έγινε λιώμα.
Σημαίνει λιώμα στα αρβανίτικα, κυρίως από μεθύσι.
Μπε λιάρδα = έγινε λιώμα.
Got a better definition? Add it!
Λιάδα, από το αλιάδα (σκορδαλιά, αλοιφή δηλαδή).
Γίναμε λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Published
Η μέθη. Γίνομαι λιάρδα, δηλαδή μεθώ.
— Βγήκατε χτες; — Αν βγήκαμε λέει. Άσ' τα, αρχίσαμε και τα σφηνάκια, λιάρδα γίναμε όλοι. Ούτε να περπατήσουμε δεν μπορούσαμε.
Λέξεις για την υπερβολική μέθη: αλοιφή, γκλάβα, γκολ, γιάμπαλο, γόνατα, ζαμπόν, ζάντα, κάκα, κλασμένος, κόκαλο, κομμάτια, κομματιανός, κουδούνι, κουνουπίδι, κουρούμπελο, κώλος, λιώμα, μανουάλι, μουνί, ντίρλα, πίτα, πλακάκι, σβερκώνω, σκνίπα, σταφίδα, στειλιάρι, στουπί, στρακόττο, τάπα, τούρνα, τούτζι, τσαλμπουράνι, τύφλα, φέσι, φέτα, φσέκι, χώμα.
Got a better definition? Add it!