Παρατηρώ κάποιον, κυρ. από μακρυά, τσεκάρω, κοιτάω με προσοχή.

Κιαλάραμε τις γκόμενες από απόσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

Από τα κυάλια μήπως;