Παρατηρώ κάποιον, κυρ. από μακρυά, τσεκάρω, κοιτάω με προσοχή.
Κιαλάραμε τις γκόμενες από απόσταση.
Παρατηρώ κάποιον, κυρ. από μακρυά, τσεκάρω, κοιτάω με προσοχή.
Κιαλάραμε τις γκόμενες από απόσταση.
Got a better definition? Add it!
ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα:
Χαρακτηρισμός πίπας κατά την οποία μετά την εκσπερμάτιση το γλείψιμο συνεχίζεται.
Του πήρα (/έκανα) μία ρουφοκαυλέτα... Με παρακάλαγε να σταματήσω!
Got a better definition? Add it!