Παρατηρώ κάποιον, κυρ. από μακρυά, τσεκάρω, κοιτάω με προσοχή.
Κιαλάραμε τις γκόμενες από απόσταση.
Got a better definition? Add it!
Published 2008-07-03 13:40:45+00:00 Last modified 2008-08-26 09:01:14+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.