Πρόκειται για κλασσική ελληνοαμερικλανιά που σημαίνει «τηλεφώνησε στον μάστορα να φτιάξει την στέγη».

Υπάρχει ανεξάντλητος θησαυρός τέτοιων γλωσσολογικών κομψοτεχνημάτων και η παρακάτω λίστα δεν αγγίζει παρά την κορυφή του παγόβουνου.

Βλ. και φρηζάραν τα λέκια και πλάκωσαν τα μπηλοζήρια.

Αλάρμι, το: Ξυπνητήρι (< alarm)

Aρονόου: Δεν ξέρω (< I don't know)

Βακέσιο, το: Διακοπές (< vacations)

Βοήθησε τον εαυτόν σου: Τσίμπα ένα μεζέ (< help yourself)

Γκαντέμης, ο: Αναθεματισμένος (παρατυμολογικά συνδέεται με το goddamn).

Γκρίλα, η: Σχάρα ή ψητοπωλείο (< grill)

Δώσε κώλο: Τηλεφώνησε (< give a call)

Κάρο, το: Αυτοκίνητο (< car)

Καρπέτο, το: Χαλί (< carpet)

Κέκι, το: Κέικ (< cake)

Κομπιούτα, η: Υπολογιστής (< computer)

Κοντρακταδώρος, ο: Κατασκευαστής (< contractor)

Κοντράκι, το: Συμβόλαιο (< contract)

Κόρι(α), το(α): Νόμισμα των 25 σεντ (< quarter)

Λέκι, το: Λίμνη (< lake)

Λέρωσε το μέρος: Ντομάτα και μαρούλι (< lettuce and tomatos)

Μαρκέτα, η: Μαγαζί / αγορά (< market)

Μασίνι, το: Μηχάνημα (< machine)

Μένω στους 4 δρόμους: Η διεύθυνσή μου είναι στην 4η Οδό (< I live in 4th Street)

Μονεώρα, η: Τραπεζικό έμβασμα (< money order)

Μουβαίνω: κινούμαι (< move)

Μούφλα, η: Εξάτμιση (< muffler)

Μπαγκανότα, η: Χαρτονόμισμα (< bank note)

Μπάνκα, η: Τράπεζα (< bank)

Μπασίκλα, η: Ποδήλατο (< bicycle)

Μπίζνα, η: Επιχείρηση (< business)

Μπίλι(α), το(α): Λογαριασμός (< bill)

Μπιλοζίρια, τα: Θερμοκρασίες υπό το μηδέν (< below zero)

Μπόξι, το: Κουτί (< box)

Μπόσης, ο: Αφεντικό (< boss)

Μπούκο, το: Βιβλίο (< book)

Μπουτσέρης, ο: Κρεοπώλης (< butcher)

Μωροβίκος, ο: Υπηρεσία μεταφορών (< Motor Vehicle Department)

Ντάινα, η: Εστιατόριο (< diner)

Οπερέτα, η: Τηλεφωνήτρια (< operator)

Πασαπόρτι, το: Διαβατήριο (< passport)

Πίσω υάρδα, η: Αυλή (< back yard)

Πίτσα, η: Ροδάκινο (< peach)

Ραδιέρα: Ψυγείο αυτοκίνητου (< radiator)

Ρούφι(α), το(α): Στέγη (< roof)

Ρουφιάνος, o: Αυτός που επισκευάζει τις στέγες (< roof repairman)

Σάινα, η: Πινακίδα (< sign)

Σαμίτσα, η: Σάντουιτς (< sandwich)

Σέντζι(α), το (α): Το σεντ (νόμισμα) (< cent)

Σήπια, τα: Τα καράβια (< ships)

Σπρίνκλα, η: Περιστρεφόμενο σύστημα ποτίσματος (< Sprinkler)

Στέκι, το: Η μπριζόλα (< steak)

Στόφα, η: Φούρνος (< stove)

Σωμ θυρών: Κάτι δεν πάει καλά (< something wrong)

Τάλαρο, το: Δολάριο (< dollar)

Τρόκι, το: Φορτηγό (< truck)

Τσέκι, το: Επιταγή (< check)

Τσίπης, o: Τσιγγούνης (< cheap)

Τσούνγκα, η: Τσίχλα (< chew gum)

Τυρούμι, το: Tεϊοποτείο (< tea room)

Φαγιαδώρος, o: Πυροσβέστης (< fire fighter)

Φάνα, η: Ανεμιστήρας (< fan)

Φένα, η: Ανεμιστήρας (< fan)

Φένι, το: Ανεμιστήρας (< fan)

Φλώρι, το: Πάτωμα (< floor)

Φρίζα, η: Κατάψυξη (< freezer)

Φρίζι, το: Κατάψυξη (< freezer)

Χαντόγκι, το: Λουκάνικο (< hot dog)

Χήτα, η: Καλοριφέρ (< heater)

Χοτέλι, το: Ξενοδοχείο (< hotel)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Πέντε αστέρων και πάλι ... και επειδή σε έχω δει ενημερωμένο, είμαι βέβαιος ότι ετοιμάζεις ήδη τα Αγγλο-κυπραίικα. :)

#2
Vrastaman

Εξαιρετική ιδέα, sly-doggy-dog, πλην όμως δεν ειμαι επαρκώς ειδήμων. Θέλει έρευνα το πράμα.

#3
titos

Γκαντέμης, ο: Αναθεματισμένος (< goddamn)

Αυτό δεν ισχύει βέβαια! Από τον Τριανταφυλλίδη:

γκαντέμης ο [gadémis] O11 θηλ. γκαντέμισσα [gadémisa] O27α & (προφ.) γκαντέμω [gadémo] O37α (χωρίς πληθ.) : (οικ.) ο γρουσούζης1. [τουρκ. kadem (από τα αραβ.)

#4
Vrastaman

dik: Mea culpa, γιατρέ μου. Η παραετυμολογία αυτή οφείλεται στο ότι οι Ελληνοαμερικλάνοι προφέρουν την έκφραση goddamn ως γκαντέμ!

#5
iron

τυρούμι ναι, και τυρουμιτζής αυτός που το δουλεύει.

#6
Επισκέπτης

Δυο ακομα
γκαντεμη σαλαμαμπη=god damned son of a bich
βατσιμανης=νυχτοφυλακας (wachman)

#7
jesus

ο βατσιμάνης είναι ναυτική ορολογία.

#8
Galadriel

Σούπερ λήμμα και ορισμός. Ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με τους όρους όσοι μπαίνουν στα chat που συχνάζουν ελληνοαμερικανοί.

Παίζουν και: Άμπουλα (<ambulance)
Σαλαμπαμπίτζ (<son of a bitch)
Σαταφάκα ματαφάκα (<shut the fuck up motherfucker)

#9
iron

σαταφάκα ματαφάκα!!!!!!!!!!!! θα το λέω συνέχεια, με κατέστρεψες!!!!!!!!!!!!!

#10
Galadriel

Όλο μαζί ακόμα καλύτερο: σαταφάκα ματαφάκα σαλαμπαμπίτζ! αχαχα

#11
Ο ΑΛΛΟΣ

Μερικές από αυτές τις λέξεις έχουν περάσει και στο ευρύτερο λεξιλόγιό μας. Η «στόφα», η «μπαγκανότα» (παλιότερα), ο «τσίπης» (ψιλοσλάνγκ).
Να προσθέσω και την «Αλεβέτα» (<elevator), αυτό που σε σωστά ελληνικά λέγεται ασανσέρ.
Και να προσθέσω ακόμη ότι αυτές οι λέξεις δεν είναι ανέκδοτα: πολλές τις έχω ακούσει αυτοπροσώπως από Μπρούκληδες.

#12
Vrastaman

Σε ακόμα πιο σωστά Ελληνικά, το ασανσέρ λέγεται ανσανσέρ.

#13
HODJAS

Βλ. και ναυτικά: Τα ρέλια (σιδηροκουπαστή<rail), τα κρένια (γερανοί<crane), το σταντά(ρ)δο (σημαία του πρυμναίου ιστού<standard), ο ντόκος (αποβάθρα<dock), ο σηψάντες/σηψάτζης (ναυτικός πράκτορας<ship's agent), ο μπώμαν (αντλιωρός<bowman), το μπούνκερ (ανθράκευση<bunker), φούλ αχέντ (πρόσω ολοταχώς<full steam ahead) βλ. και μιλάς φούλ; (μπέσα) / φούλ ερωτευμένος κ.α., τσατερούμ (γραφείο πλοήγησης<charter room), κάρδιφ (γαιάνθρακας καύσεως<Cardiff), κόστα-κόστα (κατά μήκος της ακτής<coast to coast) κτλ χώρια τα παρδαλά τοπωνύμια Μαρσίγια, Τζιμπεράλτα, Αργεντίνα, νησιά Σκύλοι (Scilly islands), Αλιτζέρι, Ντούνεζι, Πορ-Σάι (Port Side), Χούλλ (Hull) κ.α.

#14
Vrastaman

Ωραίος ο Χ!

#15
Επισκέπτης

επίσης στη Κύπρο υπάρχει και η Τσαέρα (chair).
Όταν το κινητό δεν έχει σήμα:
Κάμνει μου βακέησονς. (vacations)

έπειτα έχουμε και ολόκληρες προτάσεις, όπως:
Σήκωσε το τηλέφωνο (Pick up the phone).
Ενώ το λογικό είναι Σήκωσε το ακουστικό...

#16
Galadriel

Ε δεν νομίζω σήκωσε το τηλέφωνο το λένε και δεν το χω για αμερικλανιά αυτό. Το λεγε και η σχωρεμένη η γιαγιά μου που δεν ήξερε αμερικάνικα.

#17
Altebaran

Άλλα δύο ναυτικά που έχω ακούσει από τον πατέρα μου:

Κομοδέσιο, το: Χώροι διαβίωσης πληρώματος (< Accommodation)
Βελάι, το: Αυτό το λεπτό σκοινί με το βαρίδι στην άκρη που πετάνε από το πλοίο όταν πάει να δέσει για να τραβήξουν οι λιμενεργάτες τον κάβο (< Heaving line)

Πλάκα πλάκα για το δεύτερο δεν έχω ακούσει ποτέ Ελληνικό όρο...

#18
HODJAS

Σωστός! Λέγεται και ιβιλάι.
Δες σχόλιο και εδώ.

#19
ΝΤΙΝΟΣ

Φχαριστώ τον (τσένγκις) Χαν που μ'έστειλε να το διαβάσω. Τέτοια (γ)ράμματα έχω πολλά για τη γούνα σας, και σε πολλές γλώσσες. Κάτι που θυμάμαι και που λείπει από δω είναι η «οπερέτα» = operator. Εσεται (πεντανόστιμον) ήμαρ.

#20
vanias

ετσι ρε βράστα φτιάξε μου τη μέρα!

#21
vanias

@ Altebaran το βιλάι το χω ακούσει και ως «γροθιά του πιθήκου»

@Jesus πολλές οι αλλαξοκωλιές καπεταναίων/εφοπλιστών- ελληνοαμερικανών ειδικά στη ΝΥ. δε θέλει πολύ να υιοθετηθεί ο βατσιμάνης.

επίσης
Μεϊντάνος-->Mcdonalds χέμπρικο --> hamburger

#22
jesus

ναι, οκ, απλά επισήμανα την προέλευση, καθότι ο αντίστροφος δρόμος είναι εξαιρετικά απίθανος.

#23
deinosavros

Να προσθέσω και τα καναδέζικα γκαρμπέτζια = σκουπίδια και τις κακαρότσες = κατσαρίδες ή στ' αρχίδια σας ;

#24
pelegrino

επίσης ναυτικό το «βερτάϊ», για την υπερωρία (overtime).