Μάλλον η ελληνική απάντηση στον ηχοποίητο βαρβαρικό όρο σπλατ και τα παράγωγά του. Το αντίστοιχο ουσιαστικό είναι η μπλάθρα και αναφέρεται σε ουσίες χυλώδεις, παχύρρευστες και αηδιαστικές. Το ρήμα, όπως υποδηλοί και η κατάληξη, σημαίνει καθιστώ κάτι μπλάθρα ή πασαλείβω κάτι με μία ουσία που χαρακτηρίζεται μπλάθρα.

  1. - Άσε ρε που θα πάμε για μπάνιο μεσημεριάτικο. Να πέσει λίγο ο ήλιος μην καούμε.
    - Θα σε μπλαθρώσω εγώ με το αντηλιακό και δε θα μασάς τ' αρχίδια σου.
    - Τσομπ!

  2. - Πώς τον έκανες έτσι τον ταραμά να πούμε, μπλάθρα σκέτη είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified