Αυτός που λικνίζει (λιχνίζει, όπως λένε κάποιοι κρητικοί) τη μέση του, δηλαδή ο κουνιστός, ο τοιούτος, ο ομοφυλόφιλος, η αδελφή, ο πούστης, η λούγκρα και όλα τα λοιπά.

- Γαμώ τους γκόμενους ο Γιώργος, ρε πούστη μου...
- Ε όχι και «ρε»...
- Δηλαδή;;;;
- Ε, ολίγον τι λιχνομέσης μου φάνηκε...
- Λες νά;...
- Μπα, δεεε(ν)...
- Κι αν ναι;…
- Ε τόοτε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

μεταφορά σχολίου του χρήστη xalikoutis από σχόλιο άλλου λήμματος:

[I]αυτός δηλαδή που κουνά πέρα δώθε τη μέση του όπως λιχνούσανε (κάνε πέρα δώθε) τα στάρια πετώντας τα ψηλά με το εργαλειο το λεγόμενο θρινάκι (βλ. εδώ) για να διαχωριστεί ο καρπός από άχυρο. Λιχνώ ή λιχνίζω σημαίνει στην Κρήτη και διασκορπίζω («τον-επιάσανε τα νευρουλάκια ντου κι άρπαξέ μου τα ραφτικά κι ελίχνισέ-ν-τα απ' άκρης σ'άκρης του σπιθιού»).

Αυτές πρέπει να ήταν και οι μόνες σημασίες που πήρε το παρεφθαρμένο λικνίζω στην Κρήτη (λιχνίζω τα άχυρα & σκορπίζω άταχτα), δε νομίζω ότι έλεγε κανείς «λίχνισε την κούνια του μωρού» (θα σήμαινε κάν' τη κομμάτια και σκόρπα την![/I]