«-άς, -άς;» = συνθηματικός εφηβικός τρόπος να ρωτήσεις το διπλανό σου αν το διερχόμενο γκομενάκι θα το γαμούσες (τη γαμάς, τη γαμάς;).
απαντιέται ή με «-ούλα!» (μόνο με σακούλα στο κεφάλι για γκόμενες-γαρίδες
ή «-αζώτα!» (της αλλάζω τα φώτα).
Απαρχαιωμένο μάλλον.

- άς, -άς;
- άσε μας ρε μαλάκα..
- άς ρε; (σκουντάει)
...
- εεε... -ούλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

αντίστοιχη αγορίστικη παπάρα του - Λες νά;... - Μπα, δε(ν)... - Κι αν ναι;... - Ε, τόοτε!...