Γυναίκα μεγαλόσωμη και εύρωστη, γεροδεμένη και ψηλή. Προελεύσεως ιταλικής [tartana = το πλατύ φορτηγό καράβι]. Δεν είναι απαραίτητα η ανδρογυναίκα, η νταρντάνα μπορεί να είναι και ερωτική. Εναλλακτικά μπορεί να χρησιμοποιείται και ο όρος «νταρντανομούνω».

- Ρε, εκείνο το γκομενάκι το ωραίο που συναντήσαμε στο μετρό χθες πώς το λένε;
- Ποια λες, την νταρντανομούνω με το ντεκολτέ;
- Ναι, ωραίο μουνί, τη γούσταρα.
- Ξέχνα το, έχει γκόμενο και δεν είναι γαμιόλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Μπεναρόγιας

Ακριβώς!

#2
jesus

το φαλλικό τσουλούφι του μπέμπη είναι πολλά λεφτά

#3
Vrastaman

Δεν είναι μπέμπης Χεσούς, είναι ο κοντότερος άνθρωπος στον κόσμο ... κάτω απλό την γυναίκα με τα μακρύτερα πόδια (ρωσίδα φυσικά!)

#4
GATZMAN

O νάνος κοιτώντας απ' τη θέση αυτή προς τα πάνω θωρεί το γαλάζιο ουρανό και το ουράνιο τόξο

#5
Vrastaman

...Νάνος, αλλά με κάτι @@ νααααα!

#6
jesus

γιατί άλλο μις πίγκυ, κ άλλο μις ξύγκι...

#7
Desperado

Χεχεχεχε Vrasta. Μου θύμησες το κορυφαίο ανέκδοτο...

#8
Hank

Την έννοια «νταρντάνα» την έχει ορίσει ιδανικά η Μαρία Ιορδανίδου στην «Λωξάντρα» ως: «Μπερεκέτι! Πολύ μπερεκέτι»!

(Για όσους δεν το ξέρουν «μπερεκέτι» σημαίνει «αφθονία» στα τούρκικα).

#9
aias.ath

Ρὲ κλεφτόπουλα, κάποιος ποὺ ξέρει ἰσπανικὰ ἂς ρίξῃ μιὰ ματιὰ ἐδῶ νὰ μᾶς πῇ, διότι κάτι μοῦ λέει ὅτι καὶ οἱ ἰσπανοὶ χρησιμοποιοῦν παρομοίως τὴ νταρντάνα.

#10
HODJAS

Η λέξη tartana στην ισπανική, προέρχεται απο την μεσαιωνική ομόηχή της, που ήταν ένα είδος πλοίου με ελαφρύ οπλισμό (νομίζω οτι απαντάται και στην ιταλική).

Παίζει να έχει σχέση με το tartan pattern (καρρώ ή ειδικό δάπεδο στίβου).

Σήμερα σημαίνει είτε κάρρο (κυριολ.), είτε μετωνυμικώς παλιόπραμα, παλιατζούρα, μπακατέλα, μαραφέτι, καφεκούτι, σακαράκα, καρούλι κλπ και ιδίως για αυτοκίνητα.

Δεν ξέρω αν χαρακτηρίζει γυναίκες με την καλή έννοια (νταρντάνα-βυζού), αλλά ίσως χρησιμοποιείται αρνητικά για καμιά νεάζουσα μουστόγρηα, π.χ. όπως στην ελληνική σακαράκα (βλ. λήμμα).