Ιστοκοπιμένο:

Είναι «νταρντάνα» ή «Νταρντάνα».

1η εκδοχή:

Μια εκδοχή λέει πως στα 1615, ένας Έλληνας τυχοδιώκτης, ο Κωνσταντίνος Γλάρος ή Κλαδάς, υπέβαλε ένα μακροσκελέστατο υπόμνημα στο βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππο Γ΄, με το οποίο του έθεσε ένα παράτολμο σχέδιο: Να ελευθερώσει ολόκληρη την Ελλάδα από τα εχθρικά χέρια και ν' ανεβάσει στον ελληνικό θρόνο, έναν απόγονο δήθεν των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, τον Βαρθολομαίο Παλαιολόγο.

Ο Φίλιππος στην αρχή, δεν ήθελε να τον ακούσει, γιατί θεωρούσε τον Κλαδό περισσότερο ονειροπόλο παρά τυχοδιώκτη. Με τα πολλά όμως ο Γλάρος, κατάφερε να τον πείσει κι έτσι ο καλός εκείνος βασιλιάς της Ισπανίας του παραχώρησε 42 γαλέρες, 50 «νταρντάνες» και δέκα χιλιάδες στρατιώτες, για να γίνουν οι αποβάσεις στην Ελλάδα. Ο τύπος της γαλέρας μας είναι γνωστός. Οι «νταρντάνες» όμως ήταν σκάφη μαχητικά, που τότε μόλις είχαν ναυπηγηθεί και τα θεωρούσαν ανίκητα. Πραγματικά, τα καράβια αυτά ήταν ταχύτατα, άντεχαν σε μεγάλο βάρος και μπορούσαν να δώσουν ναυμαχία ένα προς δέκα. Αλλά, ξέχωρα απ’ αυτά, είχαν κι ένα άλλο προσόν: «Ήταν καλοφτιαγμένα, μάλιστα, ώστε για πρώτη φορά στην ιστορία, οι κυβερνήτες άρχισαν να δίνουν σ’ αυτά τα ονόματα των γυναικών τους και των φιλενάδων τους. Κι από την εποχή εκείνη ακόμη, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «είναι νταρντάνα», που τη λέμε, συνήθως, για να χαρακτηρίσουμε μια ωραία και εύσωμη γυναίκα.

2η εκδοχή:

Νταρντάνα λέμε την ψηλή γυναίκα, την εύσωμη. Η λέξη μπορεί να προέρχεται από τις Δαρδανίδες γυναίκες, που τις αναφέρει και ο Όμηρος στην Ιλιάδα και που κατοικούσαν σε μια περιοχή κοντά στην Τροία. Ιδρυτής της λέγεται πως ήταν ο μυθικός βασιλιάς Δαρδανός απ’ εδώ και η ονομασία του θαλάσσιου στενού των Δαρδανελλίων (δυτική είσοδος της Προποντίδας).

Στα Ιταλικά «tartana» σημαίνει το «τρεχαντήρι». Ιστιοφόρο φορτηγό, που το χρησιμοποιούσαν στον Ελλήσποντο, με ψηλή πρίμνα και φαρδύ, μεγαλόσωμο δηλαδή, όπως και η «νταρντάνα» γυναίκα.

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΛΑΠΜΑΔΩΤΗ ΝΤΑΡΝΤΑΝΑ

Καλονομαυρομάτα μου
λαμπαδωτή νταρντάνα
Για σένα τρώω τα νιάτα μου
στου πάρκου την αλάνα

Πότε θα βγεις περίπατο
με το μικρό σκυλάκι
Πάλι για λίγο να σε ι δω
να φύγει το σαράκι

Ρίξε τα μένα μια ματιά
θύμα σου έχω γίνει
Βλέπω τα πόδια τα χυτά
και πυρετός με ψήνει

Οικότροφος κατήντησα
στου πάρκου την αλάνα
Να σεργιανίσεις για να ι δω
τα μάτια σου τα πλάνα

Καλονομαυρομάτα μου
λαμπαδωτή νταρντάνα
Π’ ανάθεμα τα νιάτα μου
αγύρτισσα νιρβάνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα μεγαλόσωμη και εύρωστη, γεροδεμένη και ψηλή. Προελεύσεως ιταλικής [tartana = το πλατύ φορτηγό καράβι]. Δεν είναι απαραίτητα η ανδρογυναίκα, η νταρντάνα μπορεί να είναι και ερωτική. Εναλλακτικά μπορεί να χρησιμοποιείται και ο όρος «νταρντανομούνω».

- Ρε, εκείνο το γκομενάκι το ωραίο που συναντήσαμε στο μετρό χθες πώς το λένε;
- Ποια λες, την νταρντανομούνω με το ντεκολτέ;
- Ναι, ωραίο μουνί, τη γούσταρα.
- Ξέχνα το, έχει γκόμενο και δεν είναι γαμιόλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αντρογυναίκα, συνήθως αρρενωπή, ψηλή και υπέρβαρη. Μερικές φορές χρησιμοποιείται για την τσαούσα, δυναμική γκόμενα, που πιάνει τον ταύρο απ' τ' αρχίδια, γυμνασμένη, αθλήτρια.

Αρχετυπικές νταρντάνες είναι οι χωριανές που περνάνε τη μέρα στα χωράφια σκάβοντας και που παρότι έχουν 5 παιδιά, λόγω τρόπου ζωής δεν ασχολούνται με τη θηλυκότητά τους.

- Ρε ο Κώστας τα έφτιαξε με μπασκετμπολίστρια. Μια νταρντάνα μαλάκα, δίμετρη.
- Σοβαρά; Είναι καλή γκόμενα, ή του βγήκε «μητσάρας»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified