Νοιώθω ξαφνικό φόβο ή τρομάρα. Συνώνυμο του κλάνω μέντες ή κλάνω πετούγιες.
Κλάνει πατάτες: απότομος θόρυβος όταν ξεμπουκάρει η εξάτμιση ενός αυτοκίνητου ή μιας μηχανής. Οι περαστικοί συνήθως εξίστανται, επικαλούμενοι τα θεία ή το θρυλικό έτσι να κάνει ο κώλος σου!
«Χέντριξ και Καζαντζίδης
δέκα χιλιάδες βατ
να κλάσουνε πατάτες
οι μπάτσοι και τα MAT»
(Τζιμάκος)
1 comment
Επισκέπτης
kalooooo