Το γνωστό δοχείο που έβαζαν στα παλιά χρόνια κάτω απ' το κρεβάτι για να αντιμετωπίζουν τις ακάλεστες, αιφνίδιες επισκέψεις της νυχτερινής ενούρησης (κυρίως αυτής, γιατί άμα τους ερχόταν να κάνουν το χοντρό τους βραδιάτικα, τότε ίσχυε το «χέσε μέσα» με όλη του τη σημασία).

Αναγκαίο σκεύος υγιεινής τότε που τα σπίτια δεν διέθεταν καμπινέδες. Ευτυχώς οι απολίτιστοι αυτοί καιροί παρήλθαν ανεπιστρεπτί, έπειτα από δικαιωμένους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες, λάβαρο και ένδοξο σύμβολο των οποίων υπήρξε ο μπιντές, κι έτσι σήμερα εμείς οι πολιτισμένοι απολαμβάνουμε καμπινέδες με ιλουστρασιόν πλακάκια, επώνυμα είδη υγιεινής, τζακούζι, χαμάμ και τα λοιπά απαραίτητα είδη κάθε αξιοπρεπούς σπα.

Η χρήση του καθικιού έχει περιοριστεί πλέον στα νήπια που βρίσκονται στο μεταβατικό στάδιο από την πάνα προς στη λεκάνη της τουαλέτας και ως τέτοιο αποκαλείται σαχλά και δήθεν ευγενικά «γιο-γιο».

Και τα παλιά χρόνια όμως για λόγους ευπρέπειας, το καθίκι λεγόταν «δοχείο νυκτός». Ευπρέπεια ωστόσο που δεν εμπόδισε τη μεταφορική χρήση της λέξης ως βρισιά. Τόσο κλασική και διαδεδομένη πια που δεν αποτελεί καν αργκό, αλλά δεν παύει, ακόμη και σήμερα, κάτω από ειδικές περιστάσεις να είναι ιδιαιτέρως προσβλητική. Σε υπερθετικό βαθμό, ο βρωμιάρης / -α στους τρόπους και κυρίως στο ήθος αποκαλείται και καθίκι «άπλυτο» ή «λερωμένο».

Άλλη χρήση της λέξης γίνεται, ως παρομοίωση, για τα δεικτικού σχήματος καπέλα και γενικά υπερβολικά αξεσουάρ που κοσμούν το κεφάλι και κάνουν τον φέροντα να παρουσιάζει ένα γελοίο θέαμα. Κατά προέκταση, καθίκια λέμε τα πάσης φύσεως κέρατα (ιδίως τα μεγαλόσχημα που είναι κατασκευασμένα από πολύτιμα μέταλλα και κοτρώνες) που φοράει το παπαδαριό στο κεφάλι, όπως καλυμμαύκια, μήτρες, τιάρες κ.λπ.

Μία ακόμη και σχετικά πιο πρόσφατη χρήση της λέξης γίνεται με χαϊδευτικό ύφος όταν πειράζουμε αθώα κάποιον -και χωρίς προφανή λόγο («είσαι ένα καθίκι εσύ!» π.χ. προς ένα χαριτωμένο παιδάκι), αλλά συνήθως σε περιπτώσεις που ο άκακος μπαγαμπόντης προδίδεται για κάτι ασήμαντο και αστείο συνήθως (βλ. παράδειγμα 4).

Γράφεται και καθήκι, προέρχεται από το κάθημαι ή το καθίζω και συνώνυμό του είναι το αγγειό (μάλλον γιατί αρχικά κατασκευαζόταν από πηλό, ενώ η ίδια λέξη, αγγειό ή 'γγειό, μάλλον περιγράφει και άλλα κεραμικά οικιακά σκεύη). Με τη μεταφορική έννοια, της βρισιάς, σχηματίζεται το αρσενικό ο «καθήκης» αλλά και το λιγότερο συνηθισμένο θηλυκό η «καθηκού».

1 – κυριολεκτικά:
Αγλαΐα, το καθίκι! χέζεται το πιτσιρίκι!

2 – μεταφορικά:
- Αυτοί οι Παπαδοπουτσοπουλέοι είναι σαν την «εταιρεία δολοφόνων» ένα πράμα, το 'χουν πάρει γραμμή να γιατροπορεύουν γερόντια και καλά, αλλά στην ουσία τα ξεπουπουλιάζουν...
- Γνωστό κωλόσογο απ' τα παλιά, από πάππο προς πάππο όλοι τους καθίκια άπλυτα! Απ' όπου και να τους πιάσεις λερώνεσαι!

3 – μεταφορικά (για καπέλο):
- Τι, έτσι θα 'ρθεις στη θάλασσα; μ' αυτό το καθίκι στο κεφάλι; Ρεζίλι θα γίνουμε!
- Καλά εσύ κάτσε παραπέρα και κάνε ότι δεν με ξέρεις!

4 – πειραχτικά-χαιδευτικά:
- Είδες χτες Μαμαλάκη;
- Πφφφ… αμάν με το Μαμαλάκη κι εσύ πια. - Βρε είχε ένα κατσικάκι στη γάστρα άλλο πράμα σου λέω, μου τρέχανε τα σάλια!
- Αρνάκι ήταν!
- Α ώστε τό 'δες κι εσύ, καθίκι, ε καθίκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Περιγραφικότατος και αναλυτικότατος.
Τα σέβη μου κι από μένα αλλά και από τον κύριο στην 4η φωτογραφία

#2
iron

τέλειος! Δε μου λέτε, τα σχόλια για τα αγγειά στο πολύπαθο θα σου χέσω το λιβανιστήρι δεν ανήκουν εδώ μάλλον;

#3
xaxac

πάντως σίγουρα δεν ανήκουν εκεί :)
αν εννοείς ότι μπορούν να μεταφερθούν εδώ, και συμφωνούν οι ...αρmodιοι, εγώ τουλάχιστον δεν έχω κανένα πρόβλημα. και τελείως να σβηστούν, ακόμη καλύτερα θα είναι, εκτός από το καταφατικό του jesus που εδώ θα ήταν πιο χρήσιμο (αν υπάρχει τελικά η δυνατότητα). τα δικά μου είναι και ερωτηματικά και λάθος, όσο για την παροιμία δεν έχει και καμία σοβαρή σχέση με το λήμμα. αυτάααα :))

#4
vikar

Τα λινκάκια προς Χάκκα δέν γίνεται νά 'ταν ευστοχότερα.

Ώς προς την ετυμολόγηση πάντως, καί ο Τριανταφυλλίδης καί ο τέως ανάγουν τη λέξη στο «κατ' οίκον», τη γράφουν μάλιστα και «καθοίκι». Δοκιμάστε εδώ. Είναι αλήθεια όμως οτι, εκτός απο τα λεξικά, δέν την έχω δεί γραμμένη πουθενά με όμικρον γιώτα.

#5
xaxac

vikar, πολύ ενδιαφέρουσα ετυμολογία και γραφή.
γκουγκλίζοντας το καθοίκι, βγάζει πράγματι αποτελέσματα - λιγότερα απ' το καθίκι ή το καθήκι, αλλά δείχνει ότι είναι και αυτή μία γραφή. υπάρχει εδώ και μια κάπως σχετική συζήτηση.

@mods
ξέχασα να τικάρω και την «εμφάνιση» στις κατηγορίες. όποτε ευκαιρήσετε...

#6
aias.ath

Ἐξαίρετος.
Ὁ ὑπερθετικὸς τοῦ «καθήκης» εἶναι «κάθηκας».

Τὸ γιο-γιό, ὅπως λέγεται συνήθως, στὸ σπίτι μου (ἢ στὴν ἐποχὴ ποὺ ἤμουν μικρός) τὸ ἔλεγαν γκιο-γκιό. Κάνω τὴν ἐτυμολογικὴ σκέψι ὅτι:
γιο-γιό < γκιο-γκιό < γγιο-γγιό < γγειο-γγειό < τ' ἀγγειό-τ' ἀγγειό (ὥστε νὰ καταλάβῃ ὁ ἄλλος ὅτι δὲν ζητάει τὸ ἀγγεῖο μὲ τὸ νερό).

Ἐπίσης ἡ ἔκφρασις «στ' ἀγγειά μου» σημαίνει «στ' ἀρχίδια μου». Προέρχεται πιθανῶς ἀπὸ τὴν περιοχὴ Καρδίτσης (παρακαλῶ ἐπιβεβαίωσι, διότι δὲν θυμοῦμαι).

#7
HODJAS

Τ' αγγειά (βλ. παρατήρηση σε «παπαύγουλο») ή λιμπά κτλ λέγονταν κυρίως στη Ρούμελη π.χ. «δουλειά δεν είχε ο διάολος τ' αγγειά του έσπαε κι έραβε».
Επίσης λέγεται ακόμα η έκφραση «θα μου δείς το γκιώνη» ή «τον πέρδικο», δηλαδή «θα πάρεις τ' αρχίδια μου»..