Προέρχεται εκ της λέξεως «πάπαρος», υπερθετικός της λέξεως «παπάρας» πολλαπλασασθείσα επί 3. Δηλώνει δε τον παπάρα μεγάλης ολκής, τον εξαιρετικά μέγα τη τάξει παπάρα. Ως γνωστόν, η ιδιότητα ενός παπάρα ενίοτε ογκούται συν τω χρόνω, τουτέστιν ο απλός παπάρας δύναται μεταβληθήν εις τριπάπαρο λίαν συντόμως!

Φαίδων: «Μα είναι γνωστό τοις πάσι ότι δεν παραβιάζομεν τον ερυθρό σηματοδότη εν όψι αστυνομικού οχήματος! Τριπάπαρε!»
Αριστογείτων: «Όντως...!»

Trip a Paros (από Vrastaman, 17/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

Trip à Paros

#2
GATZMAN

Δηλαδή ο Πάριος από τα πολλά σούρτα φέρτα στο νησί του.....ανήκει στην Παπαρία φυλήΠαπαρία φυλή,ε;