Κάποιος που είναι ταυτόχρονα ξενέρωτος και ανέραστος, με τη μία ιδιότητα να τροφοδοτεί την άλλη ατέρμονα, αδιάκοπα και ατελείωτα.
- Έχω δει ξενέραστες γκόμενες, αλλά αυτή ξεπερνά κάθε προηγούμενο...
Got a better definition? Add it!
Published 2008-10-27 09:22:54+00:00 Last modified 2008-10-27 16:57:01+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments