Κάποιος που είναι ταυτόχρονα ξενέρωτος και ανέραστος, με τη μία ιδιότητα να τροφοδοτεί την άλλη ατέρμονα, αδιάκοπα και ατελείωτα.

- Έχω δει ξενέραστες γκόμενες, αλλά αυτή ξεπερνά κάθε προηγούμενο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified