Σύνθετη λέξη (πούτσος + αρπάζω) η οποία παραπέμπει στο άτομο που δέχεται το συγκεκριμένο όργανο σε κάθε διαθέσιμη εσοχή του.
- Η Άννα είναι μεγάλη πουτσαρπάχτρα. Ρώτα όλη την παρέα να σου πει...
Σύνθετη λέξη (πούτσος + αρπάζω) η οποία παραπέμπει στο άτομο που δέχεται το συγκεκριμένο όργανο σε κάθε διαθέσιμη εσοχή του.
- Η Άννα είναι μεγάλη πουτσαρπάχτρα. Ρώτα όλη την παρέα να σου πει...
Βλέπε και ψωλαρπάχτρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
1 comment
GATZMAN
«Σε κάθε διαθέσιη εσοχή του».Τι έιπε το ατομο;
Και απ' τα αυτιά ακόμα, ε;