Βιομηχανικός όρος, χησιμοποιείται στην καθομιλουμένη για να περιγράψει τις κατώτερης εμφάνισης γυναίκες, ή γενικά τα ανεπιθύμητα άτομα.
- Ρε μαλάκα, από τα τόσα μουνιά που κάλεσα μόνο το σκραπ ήρθε...
(σε γιορτή-κηδεία με βαρετούς συγγενείς)
- Μόλις φύγει το σκραπ, βάζουμε Pulp Fiction;
Βλ. και σχετικά λήμματα μπάζο, το, μπαζόμπαζο, μπαζολιό, το, μπαζόλι, το, μπαζόλα, αχλαδομουνοπατσαβούρα, μπόφα (η), μπόχλα, κάμπια, καμπιάσσο, πατζουρώ, πατσαβούρα, πατσούρα, σάμπαλο, σαύρα, φρόκαλο, φώκια, σαβούρα, πατσόλα, πετούγια, φλόμπα, σαλούφα, πόμολο (το), λινάτσα, η/μωρή, τσιμούχα, η
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
1 comment
agou
http://www.internationalscrap.gr/