Υποτιμητική αναφορά στο γυναικείο φύλο. Χρησιμοποιείται αποκλειστικά στις μεταξύ των gay συζητήσεις, ως ένδειξη τις ανταγωνιστικής στάσης που έχουν απέναντι τους!

(Σ.Σ. Δεν είμαι gay!!)

(Συζήση σε gay bar)
- Tον ξέρεις τον Μπάμπη που δουλεύει στο πλυντήριο αυτοκινήτων, δίπλα από το σπίτι μου; Πολύ παίδαρος!
- Και εσύ τι ξερογλείφεσαι μώρη; Αυτός τα έχει με μία μούντζα, σίγα να μην σε γουστάρει κιόλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Υπάρχει και ως μούτζα. Καλιαρντό.

#2
Rena

Ξέρω ότι σχεδόν όλοι ξέρουν ότι σημαίνει και φάσκελο αλλά δεν πρέπει να το βάλουμε για όσους μπορεί να μην το ξέρουν;

#3
Vrastaman

O δε μουντζούρηςείναι φυσικά οδοντωτός !

#4
paparogiannos

Η χειρονομία της μούντζας προέρχεται απο το Βυζάντιο. Εκεί πηγαίνανε συχνά στις αρματοδρομίες και βάζανε στοιχήματα, που τα κρατούσανε (τα μικρά χαρτάκια) στα χέρια. Όταν έχανε ο αρματηλάτης, στον οποίο είχανε στοιχηματίσει, του πετούσανε τα χαρτάκια επάνω του κι έτσι οι παλάμες μένανε ανοιχτές προς το μέρος του. Η ανοιχτή παλάμη δηλαδή που δείχνουμε εμείς οι Έλληνες σε κάποιον σημαίνει στην ουσία, ότι τον θεωρούμε λούζερ, αποτυχημένο.

#5
Galadriel

παπαρόγιαννε όσο και να σου φαίνεται περίεργο δεν υπάρχει ορισμός για το λήμμα «μούντζα» που να αφορά την χειρονομία - αυτό ο ορισμός αναφέρεται στην καλιαρντή έννοια της λέξης. Ο μόνος ορισμός που έχει σχέση με την χειρονομία είναι ο όρσε - δεν το κάνεις ορισμό το σχολιάκι;

#6
HODJAS

Έχει δίκιο η Ρένα. Είναι κεφαλαιώδης η σημασία της για την κατανόηση της ελληνικής αργκό.

Κάποτε κυκλοφόρησαν σε κάποιο αμερικάνικο περιοδικό χειρονομίες που πρέπει να αποφεύγονται ανα την υφήλιο.
Απο πλήρη άγνοια, είπαν οτι η προσβλητικότερη δήθεν νεοελληνική χειρονομία είναι να δαγκώνεις τον διπλωμένο δείκτη του χεριού προς τα έξω (που όμως σημαίνει «σ' έχω άχτι-θα σου δείξω εγώ τί έχεις να πάθεις»)!

Η χειρονομία της μούτζας (η οποία τείνει να εκλείψει), όντως ανάγεται στο Βυζάντιο όπως λέει και ο παπαρόγιαννος.

Έχω όμως την εντύπωση οτι η λέξη προέρχεται απο το μουτζούρωμα-μούτζωμα (δηλ. αμαύρωση / περίχυση με ακαθαρσίες) της βυζαντινής διαπόμπευσης.

Σχετικά λέμε «να στα μάτια σου», το οποίον αποτελεί ευθεία αναγωγή στον «εξομματισμό» (εξόρυξη οφθαλμών) των διασυρομένων την εποχή εκείνη.

Αποτελεί δηλαδή κατάρα «να γίνεις μπαίγνιο / να σου βγούν τα μάτια / να ξεφτιλιστείς» κλπ.

Σημειωτέον, οτι το σπάσιμο των καρπών και η επιτάχυνσή τους που καταλήγει σε στακάτη απόδοση μούτζας (με ένα ή δυο χέρια ή ένα χέρι και δυο δάχτυλα), είναι εξαιρετικά δύσκολα να επιτευχθούν πειστικά απο οποιονδήποτε αλλοδαπό, όπως κι εμείς δεν αποδίδουμε σωστά τις ιταλικές χειρονομίες (π.χ. «μα τί κάνεις;» με ενωμένα τα 3 πρώτα δάχτυλα και λίκνισμα των καρπών προς τα πάνω).

Περισσότερα σε λήμμα...

#7
HODJAS

Βλ. και μουτζαλιά (πρβλ. αγγλιστί: smear / blacken / smudge / tarnish / denigrate / mar / slur κλπ = μαυρίζω / αμαυρώνω / διασύρω / δυσφημώ).

#8
allivegp

και μίτζο=αιδοίον στα γύφτικα

#9
Vrastaman

μίτζο (= ζωμός στα γιαπωνέζικα) + τάκε (= κότα στα γιαπωνέζικα)

#10
tractioner

Στέκομαι στην ετοιμολογία που παραθέτει ο allivegp και έχω να πω ότι μπορεί και από εκεί να είναι παραφρασμένο ως υποτιμητική προσφώνηση προς το ασθενές φύλο .

#11
Khan

Ναι, συμφωνεί και με τις παρατηρήσεις του Πονηρού για σχέση Καλιαρντών και Ρομανί.