Ο στριμμένος, ιδιότροπος και μάλλον κακοπροαίρετος άνθρωπος.
Συνώνυμα: στραβόξυλο.
Συναφείς έννοιες: στριμμάδα, η ιδιότητα του να είναι κανείς στριμμάδι.
Αυτός ο Κώστας ό,τι και να του πω στραβό του φαίνεται, είναι μεγάλο στριμμάδι.
Got a better definition? Add it!
Published 2008-12-03 12:15:58+00:00 Last modified 2009-03-29 15:14:10+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments