Ο στριμμένος, ιδιότροπος και μάλλον κακοπροαίρετος άνθρωπος.

Συνώνυμα: στραβόξυλο.

Συναφείς έννοιες: στριμμάδα, η ιδιότητα του να είναι κανείς στριμμάδι.

Αυτός ο Κώστας ό,τι και να του πω στραβό του φαίνεται, είναι μεγάλο στριμμάδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified