Γνωστή και ως μαλακία ή μότκα ή αυνανισμός. Ο όρος τσούκα προήλθε από την πράξη: τσουλκανάω.
Τι κάνει ο Μήτσος όλη μέρα στο σπίτι; Μάλλον θα ρίχνει και μια τσούκα...
Γνωστή και ως μαλακία ή μότκα ή αυνανισμός. Ο όρος τσούκα προήλθε από την πράξη: τσουλκανάω.
Τι κάνει ο Μήτσος όλη μέρα στο σπίτι; Μάλλον θα ρίχνει και μια τσούκα...
Got a better definition? Add it!
2 comments
iron
α. είναι τοπικός ιδιωματισμός αυτός;
β. τσουλκανάω ή μήπως τσουκανάω;
γ. ... με τη Δήμητρα Ματσούκα καμιά σχέση;
poniroskylo
Περίεργο λήμμα. Τόχει ξανακούσει κανείς;
Στα βλάχικα, τσούκα = βουνοκορφή