Η αστοχία στην σωστή εκτέλεση του τονικού ύψους (τρομπέτα).

Συνώνυμα: φλέτζα, κοκόρι, κρού, δοκάρι, crack.

Πλακώθηκε στις τσούκες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή και ως μαλακία ή μότκα ή αυνανισμός. Ο όρος τσούκα προήλθε από την πράξη: τσουλκανάω.

Τι κάνει ο Μήτσος όλη μέρα στο σπίτι; Μάλλον θα ρίχνει και μια τσούκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified