Η αστοχία στην σωστή εκτέλεση του τονικού ύψους (τρομπέτα).
Συνώνυμα: φλέτζα, κοκόρι, κρού, δοκάρι, crack.
Πλακώθηκε στις τσούκες.
Got a better definition? Add it!
Published 2011-08-17 13:00:16+00:00 Last modified 2015-04-30 19:02:06+00:00
Γνωστή και ως μαλακία ή μότκα ή αυνανισμός. Ο όρος τσούκα προήλθε από την πράξη: τσουλκανάω.
Τι κάνει ο Μήτσος όλη μέρα στο σπίτι; Μάλλον θα ρίχνει και μια τσούκα...
Published 2009-01-08 17:29:57+00:00 Last modified 2009-03-09 14:48:16+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.