Όρος συνώνυμος του γνωστού μαλάκα. Χρησιμοποιείται όταν θέλει κανείς να τονίσει τη μαλθακότητα ή και πολλές φορές την σκέτη ηλιθιότητα ενός ατόμου. Απαντάται στο αρσενικό γένος.

- Αυτός ο μαλαπέρδας ο Μάξιμος, χάλασε πάλι το τηλεκοντρόλ. Ας τον μαζέψει κάποιος πριν μου γκρεμίσει το σπίτι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Ο ΑΛΛΟΣ

[I]Από μικρός φαινόμουνα
τι σόι μαλαπέρδας θα γινόμουνα,
με στείλανε λοιπόν να μάθω γράμματα
γιατ' ήταν, λέει, του Θεού τα πράματα.[/I]
[...]

(Σάκης Μπουλάς)