1. Κάνω σεξ, συνουσιάζομαι. Λέγεται κυρίως σε περιπτώσεις σεξουαλικού αλτρουισμού, όπου εικάζουμε ότι μια γυναίκα έχει ανάγκη από σεξ, και προσφέροντάς της το της κάνουμε εξυπηρέτηση. Λ.χ. σε χήρες, γυναίκες ναυτικών, ζωντοχήρες κ.ο.κ. Δηλαδή σε περιπτώσεις, όπου πηδάμε για τη φουκαριάρα τη μάνα μας.

  2. Κυριολεκτικά αυτό που κάνουν οι οιοιδήποτε βολευτές, και μπάρμπες που πληθαίνουν στην Ελλάδα. Λέγεται πολύ στον στρατό από το βύσμα.

  1. Είχε πολλά προβλήματα η κυρα-Ευανθία. Χήρεψε, πώς να ζήσει με αυτά που της άφησε ο μακαρίτης; Τελικά, αναγκάστηκε να πουλήσει και το σπίτι της. Την περισυνέλεξα, την φιλοξένησα. Ε, να μην την βολέψω κιόλας; Κρίμας, είναι νέα γυναίκα!

  2. - Ου κακομοίρη! Στην Γκατζολία σε στείλανε; Μην ανησυχείς, θα σε βολέψω!
    - Ναι, αλλά όταν λέμε βόλεμα, εννοούμε Αθήνα! Μην με στείλετε σε καμία ζούγκλα με τον Ταρζάν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

ΥΓ. Συνεκδοχικά βέβαια και οποιοδήποτε άλλο πήδημα. Λέγεται, νομίζω, και για φάσεις πληθωρισμού, για φάσεις πολυφασικές, όπου τίθεται η διερώτηση πώς θα καταφέρει ο ήρωας να βολέψει περισσότερες γυναίκες σε ένα βολικό κάπως σχήμα.

Λ.χ. Μια χαρά ο Τζαίημς Μποντ στην ταινία. Βόλεψε και την Ρωσίδα πρακτόρισσα, βόλεψε και την Αγγλίδα γραμματέα!