Κάτι σα «που να σε πάρει ο διάολος», «μη γαμήσω», ανάλογα με την περίσταση. Ακολουθείται από το εκάστοτε αντικείμενο (που να σου χέσω το κινητό, που να σου γαμήσω την ησυχία, κλπ) ή από αποσιωπητικά με τα οποία αποσιωπάται το εν λόγω αντικείμενο, επειδή συνήθως εξυπακούεται -ή, απλούστατα, δεν υπάρχει.

Μπορούμε να το διανθίσουμε με παραλλαγές -που να σου βράσω / γαμήσω / αυτώσω. Επίσης: που να σε χέσω, βράσω, γαμήσω (μεταβατικό ή βορειοελλαδίτικο).

Λέγεται μουρμουριστά και μέσα από τα δόντια. Σε εξτρήμ εντάσεις παραλείπεται το /π/ και, με ακόμα πιο κλειστά δόντια, λέμε: ου να σου χέσω κλπ. Σε περίπτωση θαυμασμού: Ω! να σου χέσω!

Χρησιμοποιείται και φιλικά. αατα.

  1. Θαυμασμού:
    - Ω! να σου χέσωωωω!!! Τι γαμάτο εργαλείο είναι αυτό; Πού το κονόμησες ρε μεγάλε;;;

  2. Μουρμούρας ή επίπληξης:
    - Πουνασουβράσω τις ιδέες ρε πούστη μου, πάλι σουβλάκι την κέρασες τη γκόμενα;...

  3. Μίσους και απέχθειας:
    - Ουνασουγαμήσω πούστη, που θα με πεις εμένα στρέι!

  4. Οργής:
    - Ουνασου χέσω μαλάκα το καριολάμαξο, που μου το παίζεις μούρη, μωρή σκατίπουστα, και μας ξυπνάς νυχτιάτικα με τις γκαζιές σου!

Got a better definition? Add it!

Published

#1
slangprof

Εγώ το δουλεύω και σε παρατατικό: ου να σου είχα γαμήσει το κέρατο...

#2
jesus

παρακείμενος είναι αυτό:)

#3
poniroskylo

Σχετικό, νομίζω, και το θα σου χέσω το λιβανιστήρι. Βεβαίως και υπάρχει και η έκδοση που να σου χέσω το λιβανιστήρι ...