Κάτι σα «που να σε πάρει ο διάολος», «μη γαμήσω», ανάλογα με την περίσταση. Ακολουθείται από το εκάστοτε αντικείμενο (που να σου χέσω το κινητό, που να σου γαμήσω την ησυχία, κλπ) ή από αποσιωπητικά με τα οποία αποσιωπάται το εν λόγω αντικείμενο, επειδή συνήθως εξυπακούεται -ή, απλούστατα, δεν υπάρχει.
Μπορούμε να το διανθίσουμε με παραλλαγές -που να σου βράσω / γαμήσω / αυτώσω. Επίσης: που να σε χέσω, βράσω, γαμήσω (μεταβατικό ή βορειοελλαδίτικο).
Λέγεται μουρμουριστά και μέσα από τα δόντια. Σε εξτρήμ εντάσεις παραλείπεται το /π/ και, με ακόμα πιο κλειστά δόντια, λέμε: ου να σου χέσω κλπ. Σε περίπτωση θαυμασμού: Ω! να σου χέσω!
Χρησιμοποιείται και φιλικά. αατα.
Θαυμασμού:
- Ω! να σου χέσωωωω!!! Τι γαμάτο εργαλείο είναι αυτό; Πού το κονόμησες ρε μεγάλε;;;Μουρμούρας ή επίπληξης:
- Πουνασουβράσω τις ιδέες ρε πούστη μου, πάλι σουβλάκι την κέρασες τη γκόμενα;...Μίσους και απέχθειας:
- Ουνασουγαμήσω πούστη, που θα με πεις εμένα στρέι!Οργής:
- Ουνασου χέσω μαλάκα το καριολάμαξο, που μου το παίζεις μούρη, μωρή σκατίπουστα, και μας ξυπνάς νυχτιάτικα με τις γκαζιές σου!