Κυριολεκτικά, όπιο. Μεταφορικά, απαντάται στην έκφραση κάνε μόκο –η σύνδεση των δύο νοημάτων φαίνεται πολύ παραστατικά στο παρακάτω απόσπασμα από το διήγημα «Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα» του Γιώργου Ιωάννου.

Στα μωρά είχαν δώσει μόκο, αφιόνι δηλαδή, κι έτσι δεν κλαίγαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Πολύ ενδιαφέρον!

#2
Ο ΑΛΛΟΣ

Τι λες ρε φίλε! Πολύ ενδιαφέρον! Αλλά είναι σίγουρο; Θέλω να πω, τη συνήθεια με το όπιο στα μωρά την ήξερα, τη λέξη όπως τη χρησιμοποιεί ο Ιωάννου δεν την αμφισβητώ, αλλά το κάνε μώκο έχω συνηθίσει να το βλέπω με ωμέγα (και λογικά κάποιος λόγος θα υπάρχει). Μήπως είναι απλή σύμπτωση;

#3
HODJAS

Ορθότατον! Στα σλαβομακεδονίτικα λέγεται «μάκο».
Βλέπε-άκου-κάνε μόκο, θα σου ξηγηθώ μπαγιόκο!

#4
electron

Στην Ινδία, στα πιο φτωχά μέρη που δούλευε όλη η οικογένεια στους αγρούς, οι μητέρες έβαζαν σε διπλωμένα φύλλα όπιο. Το έκαναν για να μην κλαίνε (να κοιμούνται) τα παιδιά όσο έλειπαν.
Οι ινδοί συνηθίζουν να το κάνουν με πολλά μπαχάρια επίσης. Ο συγκεκριμένος τύπος που μου το είπε αυτό, πολλες φορές μετά το φαγητό, δίπλωνε μέσα σε φύλλο (δεν θυμάμαι από τι φυτό ήταν) μπαχαρικά, με κύρια γεύση και πιο δυνατή τη μέντα. Αυτό, το έβαζες μέσα στο στόμα μεταξύ χείλους και οδοντοστοιχίας, στην κοιλότητα πάνω από τον κυνόδοντα, και σιγά σιγά με το σάλιο ελευθέρωνε τα αρώματα, που βοηθάγαν στη χώνεψη αλλά και σε πολλά άλλα.

#5
electron

σε διπλωμένε φύλλα, και τα έβαζαν στο στόμα των μωρών με τον τρόπο που περιγράφεται ανωτέρω

#6
iron

δεν τα ποτίζανε και χασισοτσάι οι παλιές;

#7
HODJAS

Φύλλα κόκας, μασούσαν τα μωρά στις Άνδεις.
Εξ ου κι η έκφραση «κάνε κόκο»...

#8
Galadriel

Και την σήμερον εκτός άνδεων, μπαμπάς σε παρέα καυχιόταν ότι βάζει το νεογέννητο για ύπνο, φυσώντας στα μούτρα του, αφού έχει βάλει στο στόμα του ούζο.

#9
vzoom

...με μολόχα τα ποτίζανε και κοιμόντουσαν όλη την ημέρα..

#10
HODJAS

άιντε απο κάτω απ' το ραδίκι...

#11
gaguras

Πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία! Να συμπληρώσω κάτι που θυμάμαι χωρίς να έχω τη δυνατότητα να το διασταυρώσω πια: πως η λέξη 'μάκο' που αναφέρθηκε σε σχόλιο παραπάνω στο σχόλιο του HODJAS, ενδέχεται να είναι παραφθορά της λέξης 'μήκων' η οποία στα αρχαία ελληνικά (φέρεται να) σημαίνει 'παπαρούνα'. Μάλιστα - & ελπίζω να μας διαφωτίσει κάποιος/α αρμοδιότερος/η - η οπιούχος παπαρούνα (Papaver somniferum) είναι γνωστή ως 'Μήκων η υπνοφόρος'. Ίσως εκεί κολλάει & η ένσταση του Ο ΑΛΛΟΣ για το ωμέγα, αν & προκύπτει σε λάθος συλλαβή. (Για την ιστορία: η σύνδεση έγινε από αρχαιομαθή φιλόλογο στο λύκειο που πήγα, όπου η λέξη 'μάκο' αποδώθηκε σε ορεινά χωριά στην οποία την είχε ακούσει.)