Αυτός που νταραβερίζεται, ή που κάνει επιτόπιο νταραβέρι, ή που κάνει βέρι ή βέρια. Μπορεί να σημαίνει όλα τα παραπάνω.
- Μεγάλος νταραβερτζής ο Μήτσος, μεγάλος πέφτουλας!
Αυτός που νταραβερίζεται, ή που κάνει επιτόπιο νταραβέρι, ή που κάνει βέρι ή βέρια. Μπορεί να σημαίνει όλα τα παραπάνω.
- Μεγάλος νταραβερτζής ο Μήτσος, μεγάλος πέφτουλας!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
2 comments
tractioner
Να προσθεσω οτι ειναι απο το ιταλικό, dare-avere, δούναι-λαβείν δηλαδη, αλλα στην χωρα μας εχει μεταλαχτει ως νταλαβερη!
poniroskylo
Πιθανότατα να είναι όντως από τα Ιταλικά κατ'αρχήν αλλά και στα τούρκικα υπάρχει η λέξη dalavereci που σημαίνει απατεώνας, απατεωνίσκος.