Αυτός που νταραβερίζεται, ή που κάνει επιτόπιο νταραβέρι, ή που κάνει βέρι ή βέρια. Μπορεί να σημαίνει όλα τα παραπάνω.

- Μεγάλος νταραβερτζής ο Μήτσος, μεγάλος πέφτουλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
tractioner

Να προσθεσω οτι ειναι απο το ιταλικό, dare-avere, δούναι-λαβείν δηλαδη, αλλα στην χωρα μας εχει μεταλαχτει ως νταλαβερη!

#2
poniroskylo

Πιθανότατα να είναι όντως από τα Ιταλικά κατ'αρχήν αλλά και στα τούρκικα υπάρχει η λέξη dalavereci που σημαίνει απατεώνας, απατεωνίσκος.