Αυτός που νταραβερίζεται, ή που κάνει επιτόπιο νταραβέρι, ή που κάνει βέρι ή βέρια. Μπορεί να σημαίνει όλα τα παραπάνω.

- Μεγάλος νταραβερτζής ο Μήτσος, μεγάλος πέφτουλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified