Από την λέξη θεριακή (αντίδοτο σε δηλητήριο). Θεριακλής αυτός που είναι παθιασμένος με κάτι απολαυστικό.
Πάμε για καφέ στου Ντίνου; Μου έχει πει ο Τάκης ότι κάνει τον καλύτερο καφέ και τον εμπιστεύομαι γιατί είναι θεριακλής με τον καφέ του...
Από την λέξη θεριακή (αντίδοτο σε δηλητήριο). Θεριακλής αυτός που είναι παθιασμένος με κάτι απολαυστικό.
Πάμε για καφέ στου Ντίνου; Μου έχει πει ο Τάκης ότι κάνει τον καλύτερο καφέ και τον εμπιστεύομαι γιατί είναι θεριακλής με τον καφέ του...
Got a better definition? Add it!
3 comments
Hank
Εύγε! Νομίζω ότι κι εδώ χρειάζεται να ανατρέξουμε στην Τουρκική και να δούμε λίγο τι είναι ετυμολογία και τι παρετυμολογία.
poniroskylo
Και ο Μπαμπινιώτης και το Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη ετυμολογούν τη λέξη από το πέρσικο και τούρκικο tiryak=όπιο. Και η θεριακή στα Ελληνικά αρχικά όπιο σήμαινε αλλά η χρήση αυτή ατόνησε και η λέξη πήρε τη σημασία του αντίδοτου. Πάντως στα τούρκικα τώρα tiryaki είναι ο εξαρτημένος από ουσίες και, σε τελική ανάλυση, αυτό σημαίνει και θεριακλής.
Επισκέπτης
η ετυμολογία στηρίχτηκε στον Ν. Π. Ανδριώτη. μερσώ για συμπλήρωμα.