Λεκτικό υβρίδιο εκ του ελληνικού «λιώμα» και του αγγλικού «lost».

Περιγραφικό καταστάσεως κλασμεντέν.

- Λιοστ, ρε πούστη μου...
-Έαε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

Λιοστ είναι και ο ελληνοαμεrικaνός με καταγωγή από την Λαμία που χάνεται στα σοκάκια του Brooklyn.