Λεκτικό υβρίδιο εκ του ελληνικού «λιώμα» και του αγγλικού «lost».

Περιγραφικό καταστάσεως κλασμεντέν.

- Λιοστ, ρε πούστη μου...
-Έαε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified