Χαρακτηρισμός που αποδίδεται στα μακριά και αδύνατα πόδια, κυρίως γυναικών και καλαθοσφαιριστών.
Προέρχεται από το βυζαντινό «καννίον» [κανί στα νεοελληνικά], εκκλησιαστικό σκεύος που προσομοιάζει στο καλάμι.
Συγγενής λέξη είναι η γνωστή κάννη των όπλων.
Καλά μας δουλεύεις; Έσκασες μύτη με τη γκόμενα που είχε τα κανιά στο ίσωμα, για να τή γνωρίσεις στη μάνα σου; Εσύ δεν παίζεσαι φιλαράκο... Η γυναίκα θα έχει σχηματίσει την καλύτερη άποψη!
8 comments
krepsinis
Βλ. επίσης συγγενές λήμμα
http://www.slang.gr/scratchpad/edit/2256#
Hank
To εκκλησιατικό σκεύος δεν είναι παρά μία μεταξύ πάρα πάρα πολλών ομόρριζων λέξεων πάρα πάρα πολύ αρχαίων. Ο Μπαμπινιώτης λέει ότι είναι σημιτική ρίζα και την εντοπίζουμε μέχρι τους Σουμέριους!!! «Κunibu» η μαρτυρούμενη σουμεριακή λέξη. Από εμάς το πήραν οι Λατίνοι και οι λοιποί Ευρωπαίοι. Στην ίδια ρίζα η «κάνναβη» (!), το «κάνιστρο» και πολλά άλλα... Το κοινό αυτών των λέξεων είναι το σχήμα τους, σαν καλάμι.
GATZMAN
Αμα σχετίζεται και μ' αυτό....τότε θα πάω να διαδηλώσω στην πλατεία Κάνιγκος
Hank
Κοίτα, η ρίζα δηλώνει μακρά και στενά κυλινδρικά αντικείμενα, οπότε...
GATZMAN
Η γλωσσική θεωρία της σχετικότητας!
poniroskylo
Όπως λέει ο Hank, η κοινή αναφορά είναι το καλάμι. Το etymonline.com λέει ότι το αγγλικό cane προέρχεται από το παλαιό γαλλικό canne < λατινικό canna < ελληνικό κάννα < ασσυριακό qanu < σουμεριακό gin - και όλες αυτές οι λέξεις σημαίνουν καλάμι.
Hank
Και το σουμεριακό βγαίνει από ένα καλάμι που έχωνε ο Αδάμ στην Εύα...
dryhammer
Και ο έχων μακριά πόδια (συνήθως και άχαρα) - κανιάτσος. Λέγεται μόνον για άνδρες.