Κομφετί = διάρροια, κόψιμο.
- Πώπω μάγκα, με πήγε κομφετί.
- Άσε ρε φίλε, πολύ κωλοκατάσταση...
Κομφετί = διάρροια, κόψιμο.
- Πώπω μάγκα, με πήγε κομφετί.
- Άσε ρε φίλε, πολύ κωλοκατάσταση...
Πολλά μαζί: αίμα, αίμα και πανί (με πήγε), εκδίκηση του Μοντεζούμα, ήρθε ο κινέζος, κολιάντζα, κολούμπρα, κομφετί, με κυνηγάει ζαρκάδι, με πάει αίμα, με πάει ζάρι, με πάει μαρούλι, με πάει μίλκο, με πάει Πάτρα Καλαμάτα, με πάει σερπαντίνα, με παει τσιλιό, με πάει τσιμέντο, τσίρλα, τσιρλίντινγκ, πρωκτοζούμι, σουλγκάνι, σπρέι, τσαπαρτάπαρ, τσιρλιπιπί, τσιρλονέρι
Got a better definition? Add it!
Το συνεχές κλάσιμο για μεγάλο χρονικό διάστημα.
- Μαλάκα έκλασες;
- Άσε, αυτό δεν ήταν κλανιά, ήταν πορδοχαρά.
Got a better definition? Add it!
Δεν βγάζεις συμπέρασμα.
- Η Μάρια μου είπε να βρεθούμε και δεν ήρθε...
- Ρε Μανώλη τι ψάχνεις να βρείς, στο τάλιρο γωνία;;
Got a better definition? Add it!
Πολύ μεγάλος Τεμπέλης.
-Είδα στην πλατεία τον Γιάννη προχθές , έπινε καφέ.
-Ε λογικό ρε μάγκα αφού ειναι Βοηθός Τεμπέλη!
Σχετικά: ξυσαρχίδας, καναπές, κοπρίτης, κούννος, κουπούκι, κουραδομηχανή, μαμκακανανύστας, μεξικάνος, μπάζο, χαραμοφάης
Got a better definition? Add it!