Δραγουμάνος = Ο διερμηνέας
Παράδειγμα: Τι δεν νογάς; Θέλς δραγουμάνο για να πάρς φουτιά; Ηξιρα τισι αλλά για τζερεμέ δεσιξιρα!
Δραγουμάνος = Ο διερμηνέας
Παράδειγμα: Τι δεν νογάς; Θέλς δραγουμάνο για να πάρς φουτιά; Ηξιρα τισι αλλά για τζερεμέ δεσιξιρα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παράδειγμα: Τα βάτα.
Πούσουν ωρέ χαμένου κι γρατζουνίθκες α; Σι κάτ βατσνιές ιδώ σιακάτ.
Got a better definition? Add it!
Published
Βουζοκράτ'= Ο στηθόδεσμος
Παράδειγμα: Πού τόχς μαρή το βουζοκράτ' α; Τισει έτς;
Got a better definition? Add it!
Published
Γκαλιουρίζω = Αλληθωρίζω.
Παράδειγμα: Τι να τον καμς μαρή τον Γιορ α ; Ίνι γκαλιούρς! Τήρα τον ωρέ ντίπ γκαλιούρς είνι!
Got a better definition? Add it!
Published
Έφκα = Αόριστος του ρήματος φεύγω.
Παράδειγμα: Ιγώ έφκα πάω σιακάτ ντάξ' ;
Got a better definition? Add it!
Published
Έχος = Το βιός
Παράδειγμα: Τι έχος έχ' ο Γιόρς ; Έχ' τίποτα ή ίνι ρέστους;
Got a better definition? Add it!
Published
ματζαφλάρ = Γενικός χαρακτηρισμός αντικειμένου. Επίσης υπονοεί και το όργανο του άντρα.
Παράδειγμα: Ωρ' τιν τούτο το ματζαφλάρ α ;
Ούϊ μαναμ' εχ' ένα ματζαφλάρ, ναααα!
Got a better definition? Add it!
Published
Ξώπετσα= Στην άκρη, ξώφλατσα.
Παράδειγμα: Πυροβόλησε το γρούν' κι η σφαίρα πήρε τον Γιόρ ξώπετσα !
Got a better definition? Add it!
Published
Κρένω = Αποκρίνομαι, μιλάω, απαντάω, φωνάζω.
Παράδειγμα: Ω Μήτσου΄μ τι κρένς; - Αααα; - Γιατί δεν κρένς ωρέ; Κρίν στον Γιορ νάρθει σιακάτ.
Got a better definition? Add it!
Published
Τζιαμπουνάω = Φωνάζω δυνατά, ακατάπαυστα.
Παράδειγμα: Τι μ' τζιαμπουνάς ιδώ πέρα μωρ' συ α ;;;
Got a better definition? Add it!
Published