Χρησιμοποιείται κυρίως από τη νεολαία αλλά πλέον χρησιμοποιείται και από τους πιο γέρους. Ψήνεσαι; σημαίνει «θέλεις;» Συνήθως το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πείσουμε κάποιον να έρθει μαζί μας κυρίως σε κλαμπάκια ή για να κάνουμε κοπάνες.
Χρησιμοποιείται κυρίως από τη νεολαία αλλά πλέον χρησιμοποιείται και από τους πιο γέρους. Ψήνεσαι; σημαίνει «θέλεις;» Συνήθως το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πείσουμε κάποιον να έρθει μαζί μας κυρίως σε κλαμπάκια ή για να κάνουμε κοπάνες.
Δες και ψήνω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τύπος που δεν την μπορεί άλλο... δεν την παλεύει. Είναι χάλια, λιώμα.
Άσε μ***α, σήμερα ο καθηγητής μας είναι unpalevable σου λέω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified