Νήπιο, γένους θηλυκού, που φωνάζει συνεχώς με διαπεραστική φωνή σε στάθμες που ξεπερνούν (κατά μέσο όρο) τα 100db.
Σπάνια, μπορεί να αναφέρεται και σε γυναίκες με τάσεις παλιμπαιδισμού που το θεωρούν χαριτωμένο να φωνάζουν χωρίς λόγο.

- Ρε Μαρία, δεν μαζεύεις λίγο την πιτσιρίχτρα σου που έχει ξεσηκώσει τη γειτονία μεσημεριάτικα;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σαρκαστικό χαμόγελο ή γέλιο του λαμόγιου. Αποτελεί το φυσικό επακόλουθο της πετυχημένης κομπίνας/πλάκας και συνήθως συνοδεύεται από υποτιμητικές φράσεις ή (ακόμα χειρότερα) από πλήρη σιωπή.

Ο ηλίθιος ο Παπαδόπουλος ακόμα περιμένει να του δώσω τα 50.000 ευρώ που μου έδωσε για να ηχογραφήσω CD της γυναίκας του... (λαμόγελο). Που να ήξερε ότι τα έφαγα μαζί της στα μπουζούκια... (ηχηρό λαμόγελο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified