Το τσιγαριλίκι, το χόρτο.
- Πάμε για κανά τιρουρίρου;
- Εε; Τι 'ναι το τιρουρίρου ρε μαλάκα;
Το τσιγαριλίκι, το χόρτο.
- Πάμε για κανά τιρουρίρου;
- Εε; Τι 'ναι το τιρουρίρου ρε μαλάκα;
Got a better definition? Add it!
Στα χαρτιά, αυτός που ποντάρει (και συνήθως μεγάλα ποσά) μόνο όταν έχει πολύ καλό φύλλο.
- Ντούκου.
- Ντούκου.
- 15 ευρώ!
- (Πάλι λοζέ έπιασε ο καραμπίνας...)
- Πάσο.
- Πάσο.
- Πάσο.
- Πάσο.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ευχαρίστηση ή ηδονή.
- Τρία γκολ έριξε η παοκάρα χθες!
- Φφφςςς, δώσε πόνο!
Got a better definition? Add it!